Το γλωσσάρι του καπνού

eikona39Η επεξεργασία του καπνού καθώς και το λεξιλόγιο που την εκφράζει, το οποίο αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στο απτό και υλικό προϊόν, τον καπνό, και τον αφηρημένο τρόπο επεξεργασίας του, αποτελούν ψηφίδες της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, την οποία ο σύγχρονος κόσμος οφείλει να διατηρήσει να διαφυλάξει και να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές.

Το γλωσσάρι του καπνού έρχεται να διασώσει αυτό το μέρος της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, να καταγράψει το συναφές με τον καπνό και την επεξεργασία και διαχείρισή του λεξιλόγιο και έτσι να το διατηρήσει ζωντανό μέσω της καταγραφής και να το προσφέρει ελεύθερα ως μέσο τεκμηρίωσης σε κάθε ενδιαφερόμενο που επιθυμεί να το αξιοποιήσει.

 

Ζωή Γαβριηλίδου
Καθηγήτρια Γλωσσολογίας Δ.Π.Θ.
Κομοτηνή, Νοέμβριος 2018

Αναζήτηση λήμματος
Λήμμα Ερμήνευμα
κορυφολόγημα

βλ. κορφόκομμα

κορφόκομμα το

η αφαίρεση της κορυφής στο καπνόφυτο κατά την πλήρη ανάπτυξή του προκειμένου να διευκολυνθεί και να γίνει πιο προσοδοφόρα η συγκομιδή (αλλ. κορυφολόγημα)

Ετυμολογία: < κορ(υ)φ(η) + -ο- + κό(ψι)μ(ο) + -α

κουβαλαμάς ο

τα φύλλα καπνού που αναπτύσσονται ανάμεσα στο ουτς-αλτί και ούτσι

κούι το

λάκος στο υπόγειο του σπιτιού όπου τοποθετούνταν οι κιουντέδες να μαλακώσουν

κρεβάτι το

(βλ. λιάστρα)

λιάστρα η

ξύλινη (και μετέπειτα σιδερένια) κατασκευή στην οποία τοποθετούνταν τα σαρίκια/αρμάθες του καπνού για να ξεραθούν από το φως του ήλιου (αλλ. κρεβάτι αντίσκηνο)

Ετυμολογία: < λιασ (θ. αορ. του ρ. λιάζω) + -τρα

μαξούλι το

η καλή ποιότητα καπνού κατά τη διαδικασία του πασταλιάσματος

Ετυμολογία: < αραβοτουρκ. mahsul

Μαχαλά

ποικιλία καπνών με πολύ λεπτά φύλλα

Μπασή – Μπαγλή

ποικιλία καπνών με ψηλά φυτά και φύλλα με μίσχους μετρίου μεγέθους

μπασμάς ο

η πιο διαδεδομένη ποικιλία καπνού που καλλιεργούνταν στην Ελλάδα

Ετυμολογία: < τουρκ. basma 'τύπωμα στάμπα' + -ς

Μπέρλι

Αμερικάνικος τύπος καπνού που τελευταία καλλιεργείται ευρέως στην Ελλάδα

μπιντιρμέ

τοποθέτηση πάνω στη γυροσανίδα δύο αντικρυστών πασταλιών με κοτσάνια προς τα έξω ώστε οι άκρες των καπνόφυλλων να επανωτίζουν μέχρι τη μέση του προηγούμενου

μπουρλιάζω

περνώ φύλλα καπνού σε σχοινί (αλλ. αρμαθιάζω βελονιάζω)

μπούρλιασμα το

το πέρασμα των φύλλων του καπνού σε σχοινί με τη βοήθεια μεγάλης βελόνας (αλλ. βελόνιασμα πέρασμα αρμάθιασμα)

ντεξής ο

δεματοποιός

Ετυμολογία: <τουρ. denκ 'δέμα' -ής>

ντερέκι το

τοποθετημένα στο καπνόδεμα φύλλα το ένα πάνω στο άλλο κοτσάνι με κοτσάνι ουρά με ουρά σε όρθια στήλη πλάτους δύο πασταλιών

ντιπ-αλτί

ασθενικό φύλλο στη βάση του καπνόφυτου κάτι από το ντίπι για αυτό και ονομάζεται ντιπ-αλτί δηλαδή κάτω από τα ντιπ (βλ. λέξη)

ντίπι το

φύλλα χαμηλά στο καπνόφυτο με κίτρινο χρώμα και χαμηλή εμπορική αξία (αλλ. Πατόφυλλο πρωτομάνα)

Ετυμολογία: < τουρκ. dip 'βάση πυθμένας' + -ια

ντύπι το

(αλλ. Πατόφυλλο ούτσι)

Ετυμολογία: <τουρκ. dip 'βάση πυθμένας' + -ι

ξηραντήρι

χώρος όπου γίνεται η ξήρανση του καπνού

Ετυμολογία: <λογ. ξηραν- (ξηραίνω)-τήριον>