Οφθαλμός
Λήμμα | Ερμήνευμα |
---|---|
Οφθαλμός |
εν ριπή οφθαλμού (φρ.), χάρμα οφθαλμών, ως κόρη(ν) οφθαλμού (φρ.), διά γυμνού οφθαλμού (φρ.), οφθαλμόν αντί οφθαλμού (και οδόντα αντί οδόντος) (έκφρ.), έστι δίκης οφθαλμός (φρ.)
|
Λήμμα | Ερμήνευμα |
---|---|
Οφθαλμός |
εν ριπή οφθαλμού (φρ.), χάρμα οφθαλμών, ως κόρη(ν) οφθαλμού (φρ.), διά γυμνού οφθαλμού (φρ.), οφθαλμόν αντί οφθαλμού (και οδόντα αντί οδόντος) (έκφρ.), έστι δίκης οφθαλμός (φρ.)
|