Όρος
Λήμμα | Ερμήνευμα |
---|---|
Όρος |
Όρος των Ελαιών, Λευκά Όρη, Άγιο Όρος, ο ιππότης των ορέων, το θεοβάδιστο όρος (έκφρ.), παίρνω τα όρη, τα βουνά (φρ.), στα όρη (και) στα βουνά, το όρος της Aφροδίτης (= το εφήβαιο των γυναικών) (ανατ.)
|
Λήμμα | Ερμήνευμα |
---|---|
Όρος |
Όρος των Ελαιών, Λευκά Όρη, Άγιο Όρος, ο ιππότης των ορέων, το θεοβάδιστο όρος (έκφρ.), παίρνω τα όρη, τα βουνά (φρ.), στα όρη (και) στα βουνά, το όρος της Aφροδίτης (= το εφήβαιο των γυναικών) (ανατ.)
|