
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
25310-39932
synmorphose.new@gmail.com

25310-39932
synmorphose.new@gmail.com
Gazetteers λημμάτων | Συνώνυμα | Αντώνυμα | ερμήνευμα | link λήμματος | link παραδείγματος |
---|---|---|---|---|---|
α | |||||
άγχος | πίεση, φόβος, ανησυχία | αγωνία, ανησυχία, ανασφάλεια:►Είχα πολύ μεγάλο άγχος για τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων. | |||
αγωγή | παιδεία | 1. η καθοδήγηση των μικροτέρων από τους μεγαλυτέρους, η ανατροφή, η εκπαίδευση: ►Η αγωγή και η μόρφωση των νέων αποτελούν υποχρέωση κάθε πολιτείας. 2. προσφυγή σε δικαστήρια για δικαιώματα που έχουν παραβιαστεί: ►Κατέθεσε αγωγή στο δικαστήριο για τα ενοίκια που του χρωστούσαν. | |||
αδημονώ | ανυπομονώ, λαχταρώ | αδιαφορώ | μτβ.) περιμένω με αγωνία και ανησυχία, ανυπομονώ: ►Αδημονούσε να ξαναδεί και να φιλήσει το χώμα της πατρίδας, ύστερα από τριάντα χρόνια που βρισκόταν στην ξενιτιά. | ||
αδιάκοπος | ασύστολος, ακατάπαυστός, συνεχής, ασταμάτητος | διακεκομμένος | που συμβαίνει συνέχεια, ασταμάτητος: ►Για να επιτύχεις το σκοπό σου, πρέπει να καταβάλεις αδιάκοπες προσπάθειες. | ||
αδιαλλαξία | ανελαστικότητα, επιμονη | διαλλακτικότητα | η απροθυμία για οποιαδήποτε συνεννόηση και συμβιβασμό: ►Στις συνομιλίες των δύο πλευρών κυριάρχησαν η αδιαλλαξία και η άρνηση. | ||
αδιάσειστος | ακλόνητος, αδιαμφισβήτητος | αμφισβητήσιμος | ακλόνητος, ατράνταχτος: ►Ο κατηγορούμενος υποστήριξε την αθωότητά του με αδιάσειστα επιχειρήματα. | ||
αδίστακτος | ασυνείδητος | διστακτικός | αυτός που δεν έχει ενδοιασμούς και ηθικούς φραγμούς: ►Είναι αδίστα κτος μπροστά στην ικανοποίηση των προσωπικών φιλοδοξιών του. | ||
αθώος | άκακος, ασυνείδητος | ένοχος | 1. αυτός που θεωρείται ή αποδεικνύεται ότι τελικά δεν έκανε αυτό για το οποίο κατηγορείται: ►Οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι από το δικαστήριο. 2. αυτός που δεν έχει πονηριά, ο αγνός: ►Ήταν ένα αθώο παιδί, γι’ αυτό παρασύρθηκε από τις κακές παρέες. 3. ακίνδυνος: ►Το κάπνισμα ποτέ δεν είναι αθώο, γιατί βλάπτει σοβαρά την υγεία. | ||
αισθάνομαι | νιώθω | 1. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω: ►Αισθάνθηκα έντονα το κρύο περπατώντας στο χιόνι. 2. (μτβ.) καταλαβαίνω την κατάσταση κάποιου, συναισθάνομαι: ►Αισθάνεται τις συνέπειες των πράξεών του. 3. (μτβ.) έχω προαίσθημα για κάτι: ►Αισθάνομαι ότι όλα θα πάνε καλά. | |||
ακριβός | φθηνός | 1. που έχει υψηλή τιμή, που κοστίζει πολύ: ►Αγόρασε ένα ακριβό αυτοκίνητο. 2. (μτφ.) πολυαγαπημένος, προσφιλής: ►Ακριβή μου Ελένη! | |||
αλήθεια | ψέμα | 1. καθετί που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά συμβαίνει ή υπάρχει: ►Η αλήθεια είναι ότι εφέτος είχαμε βαρύ χειμώνα. 2. κάτι που είναι αποδεδειγμένο και δε δέχεται αμφισβήτηση: ►Ορισμένες επιστημονικές αλήθειες είναι γνωστές από τα αρχαία χρόνια. 3. (ως επίρρ.) πράγματι: ►Είναι, στ' αλήθεια, ένας εξαίρετος επιστήμονας. | |||
αλληλεγγύη | συμπαράσταση, συμπόνοια | αμοιβαία αλληλοβοήθεια ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα: ►Οι μαθητές συγκέντρωσαν τρόφιμα, δείχνοντας την αλληλεγγύη τους στα παιδιά της Αφρικής. | |||
αλλοίωση | φθορά | 1. αλλαγή ή μεταβολή προς το χειρότερο: ►Η αλλοίωση που εμφανίζει η εικόνα της τηλεόρασης οφείλεται σε βλάβη του πομπού. 2. νόθευση, παραποίηση:►Η αλλοίωση του εγγράφου δε γίνεται πάντοτε εύκολα αντιληπτή. 3. αποσύνθεση, σήψη: ►Η αλλοίωση στα κρέατα του ψυγείου ήταν προχωρημένη | |||
άλωση | κατάκτηση, κυρίευση | αγάπη και φροντίδα προς τους άλλους, χωρίς να υπάρχει προσωπικό όφελος : ►Δείχνει πάντοτε αισθήματα φιλίας και αλτρουισμού προς όλους τους συμπατριώτες του. | |||
αμελώ | φροντίζω | (μτβ.) δε φροντίζω να κάνω κάτι, παραμελώ, αδιαφορώ: ►Τον τελευταίο καιρό αμελεί τις υποχρεώσεις του. ►Μην αμελήσεις να μου στείλεις το βιβλίο που σου ζήτησα. | |||
άμυνα | απόκρουση | επίθεση | 1. απόκρουση επίθεσης ή άλλου κινδύνου: ► Η ηρωική άμυνα των στρατιωτών εμπόδισε την εισβολή των εχθρών στη χώρα. 2. όλα τα μέσα που χρησιμοποιούνται, για να αντιμετωπιστεί ένας κίνδυνος: ►Τα εμβόλια είναι η καλύτερη άμυνα κατά διαφόρων ασθενειών. | ||
αμφισβητώ | αμφιβάλλω | δέχομαι | (μτβ.) φέρνω αντιρρήσεις, δε δέχομαι κάτι ως αληθινό ή ορθό: ►Ποτέ δεν αμφισβήτησα την εξυπνάδα και την ωριμότητά σου. ►Μερικοί αμφισβήτησαν ότι η ομάδα μας νίκησε δίκαια. | ||
αναίδεια | αγένεια | ευγένεια | έλλειψη ντροπής ή διακριτικότητας, θρασύτητα: ►Η αναίδειά του ξεπέρασε κάθε όριο. | ||
ανάπαυση | ξεκούραση | κούραση | 1. διακοπή από σωματική ή πνευματική εργασία, ξεκούραση: ►Μου χρειάζεται ανάπαυση για μερικές ημέρες. 2. παράγγελμα στη γυμναστική για προσωρινή χαλάρωση: ►Ανάπαυση! | ||
ανατρέπω | αναποδογυρίζω, ακυρώνω | διατηρώ | 1. (μτβ.) ρίχνω κάποιον ή κάτι από τη θέση του, αναποδογυρίζω, γκρεμίζω: ►Τα κύματα ήταν τόσο μεγάλα που ανέτρεψαν τις βάρκες των ψαράδων. 2. (μτβ.) αποδεικνύω ότι κάτι είναι λάθος ή ψέμα: ►Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα με τον τροχονόμο, μας είπε διάφορα αστεία και έτσι ανέτρεψε την εικόνα που είχαμε ότι ήταν πάντα σοβαρός και αμίλητος. | ||
άναυδος | άφωνος | αυτός που έχασε προσωρινά τη φωνή του από έκπληξη, θαυμασμό, συγκίνηση ή φόβο: ►Το πλήθος παρακολουθούσε άναυδο την επιχείρηση διάσωσης των τραυματιών. | view?usp=sharing | ||
ανέκφραστος | εκφραστικός | 1. αυτός που δεν εκφράζει, που δεν εκδηλώνει κανένα συναίσθημα: ►Ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε ανέκφραστος τις καταθέσεις των μαρτύρων. 2. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: ►Η συγκίνηση που ένιωσε για την επιτυχία του παιδιού της ήταν ανέκφραστη. | |||
ανέχεια | φτώχεια, ένδεια | πλούτος | έλλειψη των απαραίτητων αγαθών για να ζήσει κάποιος, η φτώχεια: ►Έζησε μια ζωή μέσα στη στέρηση και την ανέχεια. | ||
ανταμοιβή | ό,τι προσφέρεται ή γίνεται για ανταπόδοση ή πληρωμή: ►Η επιτυχία του στο Πανεπιστήμιο ήταν η καλύτερη ανταμοιβή των κόπων του. | ||||
αντιπαθώ | απεχθάνομαι | συμπαθώ | (μτβ.) αισθάνομαι απέχθεια για κάποιον ή για κάτι: ►Αντιπαθώ εκείνους που λένε ψέματα | ||
αξιοπρέπεια | αναξιοπρέπεια | ο σεβασμός, η ευγένεια στους τρόπους, η σοβαρότητα: ►Συμπεριφέρθηκε με αξιοπρέπεια, παρά την προσβολή που του έγινε. | |||
απαισιοδοξία | αισιοδοξία | το να τα βλέπει κανείς όλα από την άσχημη πλευρά, χωρίς ελπίδα: ►Υπάρχει μεγάλη απαισιοδοξία για το αποτέλεσμα του ποδοσφαιρικού αγώνα της Κυριακής. | |||
απαλλάσσω | 1. (μτβ.) απομακρύνω κάτι δυσάρεστο από κάποιον: ► Η συστηματική μελέτη τον απάλλαξε από το άγχος των εξετάσεων. 2. (μτβ.) αθωώνω: ►Το δικαστήριο τον απάλλαξε από τις κατηγορίες. | ||||
απείθεια | απειθαρχία, ανυπακοή | ευπείθεια, υπακοή | η άρνηση υπακοής σε κανόνες ή εντολές: ►Η απείθεια σε απόφαση δικαστηρίου τιμωρείται από το νόμο με πρόστιμο ή φυλάκιση. | ||
απελευθερώνω | αποδεσμεύω | αιχμαλωτίζω, υποδουλώνω | 1. (μτβ.) δίνω σε κάποιον την ελευθερία του, ξεσκλαβώνω: ► Το 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη. 2. (μτβ.) (μτφ.) γλιτώνω κάποιον από κάτι κακό: ►Προσπαθούσε να απελευθερωθεί από το φόβο των εξετάσεων. | ||
άπληστος | αδηφάγος, πλεονέκτης | γενναιόδωρος | αυτός που ζητάει παραπάνω απ' όσα έχει ή χρειάζεται, ο πλεονέκτης: ►Είναι ένας άπληστος άνθρωπος, που ενδιαφέρεται μόνο για τα υλικά πλούτη. | ||
αποκάλυψη | ξεσκέπασμα | κάλυψη | η φανέρωση και η γνωστοποίηση άγνωστων ή κρυφών στοιχείων: ► Οι μάρτυρες έκαναν συγκλονιστικές αποκαλύψεις κατά τη διάρκεια της δίκης. | ||
απρόσιτος | απροσέγγιστος | προσιτός, προσεγγίσιμος | αυτός που δεν μπορεί να τον πλησιάσει κάποιος: ►Η κορυφή του Ολύμπου είναι απρόσιτη για τους πολλούς. | ||
αρμόδιος | υπεύθυνος, ιθύνων | αυτός που είναι υπεύθυνος για ένα θέμα, ο κατάλληλος: ►Στην εφορία εξυπηρετηθήκαμε αμέσως από τον αρμόδιο υπάλληλο. | |||
άρτιος | άψογος, πλήρης, εντελής | περιττός, ελλιπής | 1. πλήρης, ακέραιος: ►Οι μαθητές οργάνωσαν μία άρτια εκδήλωση για το περιβάλλον. 2. ζυγός αριθμός, πολλαπλάσιο του δύο: ►Το δέκα είναι άρτιος αριθμός. | ||
αρχή | ηγεσία, έναρξη | λήξη | 1. το πρώτο χρονικό ή τοπικό σημείο, απ' όπου ξεκινάει κάποιος ή κάτι: ►Μένουμε στην αρχή της οδού Καβάφη. 2. (πληθ.) οι ιδέες και απόψεις ενός ατόμου για τη ζωή, οι αξίες του: ► Ο Σωκράτης προτίμησε να πεθάνει παρά να προδώσει τις αρχές του. 3. θεμελιώδης, βασικός κανόνας ή νόμος μιας συγκεκριμένης επιστήμης: ► Η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων διδάσκεται στη Φυσική. 4. η κρατική εξουσία και οι εκπρόσωποί της: ►Στην εκδήλωση παρέστησαν οι πολιτικές αρχές της πόλης. | ||
άσκηση | πρακτική | 1. το να γυμνάζει κάποιος το σώμα ή το πνεύμα: ►Το σκάκι αποτελεί σπουδαία πνευματική άσκηση. 2. πρακτική εφαρμογή σε κάτι που διδάχτηκε θεωρητικά: ►Σήμερα κάναμε δύο ασκήσεις ορθογραφίας. | |||
ασύλληπτος | αδιανόητος | αντιληπτός | 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πιαστεί: ►Ο δράστης παραμένει ασύλληπτος παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας. 2. (μτφ.) που δεν μπορεί να τον καταλάβει κάποιος, επειδή ξεπερνάει τα συνηθισμένα όρια:►Η απόσταση ανάμεσα στους γαλαξίες του σύμπαντος είναι ασύλληπτη για τους πολλούς ανθρώπους. | ||
άτρωτος | ανίκητος, απρόσβλητος | τρωτός | αυτός που δεν τραυματίστηκε ή δεν είναι δυνατόν να τραυματιστεί: ►Ο Αχιλλέας ήταν άτρωτος από τα βέλη των εχθρών. | ||
αφαίρεση | πρόσθεση | 1. το να παίρνει κανείς ένα μέρος από ένα σύνολο: ►Η αφαίρεση κάποιων κεφαλαίων από την εξεταστέα ύλη γίνεται συνήθως στο τέλος της σχολικής χρονιάς. 2. (μαθημ.) πράξη της αριθμητικής, με την οποία βρίσκουμε τη διαφορά ανάμεσα σε δύο αριθμούς, δύο ποσά κ.λπ.:►Δεν έκανε σωστά την αφαίρεση και γι'αυτό βρήκε λανθασμένο αποτέλεσμα. 3. (γραμμ.) το γραμματικό φαινόμενο κατά το οποίο χάνεται το αρχικό φωνήεν της επόμενης λέξης, όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε φωνήεν: ►Μου έδωσε – μου 'δωσε. | |||
β | |||||
βελτιώνω | αναβαθμίζω | υποβαθμίζω | (μτβ.) κάνω κάτι καλύτερο απ’ ό,τι είναι, καλυτερεύω: ►Οι μαθητές βελτίωσαν τη βαθμολογία τους. | ||
βρίσκω | εντοπίζω | χάνω | 1. (μτβ.) ανακαλύπτω κάποιον ή κάτι που αναζητώ: ►Βρήκε το φάρμακο μιας σπάνιας αρρώστιας. ►Βρήκα πού είναι στο χάρτη η Λήμνος. 2. (μτβ.) συναντώ, ανταμώνω: ►Βρήκα τους φίλους μου και πήγαμε βόλτα. 3. (μτβ.) νομίζω, θεωρώ: ►Βρίσκω ότι τα λόγια σου είναι σωστά. 4. (μτβ.) κατέχω κάτι από κληρονομιά: ►Βρήκε μεγάλη περιουσία από τους γονείς του. | ||
βρόμικος | βρομερός | καθαρός | 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο λερωμένος: ►Τα ρούχα του ήταν βρόμικα από το παιχνίδι στα χώματα. 2. (μτφ.) ανήθικος, ανέντιμος, αισχρός: ►Δεν μπορείς να πεις ότι είναι ένας βρόμικος άνθρωπος, αλλά μερικές φορές σε απογοητεύει με αυτά που κάνει. | ||
γ | |||||
γαλήνη | ησυχία, ηρεμία | αναταραχή | 1. ηρεμία, ησυχία στη φύση και κυρίως στη θάλασσα: ►Όταν επικρατούσε γαλήνη στη θάλασσα, οι ψαράδες έβγαιναν για ψάρεμα. 2. (μτφ.) η ψυχική ηρεμία: ►Κοντά στην οικογένεια βρήκε τη γαλήνη που ζητούσε. | ||
γελώ | χαμογελώ | 1. (αμτβ.) ξεσπώ σε γέλια: ►Τους διηγήθηκε μια ιστορία και στο τέλος όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. 2. (μτβ.) (μτφ.) εξαπατώ, κοροϊδεύω: ►Τον γέλασε με την υπόσχεση που του έδωσε. | |||
γνωρίζω | ξέρω | αγνοώ | 1. (μτβ.) κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω: ►Σας γνωρίζουμε ότι πετύχατε στο διαγωνισμό. 2. (μτβ.) αναγνωρίζω, διακρίνω: ►Γνώρισα το γείτονά μου από τη δυνατή φωνή του. 3. (μτβ.) ξέρω, κατέχω: ►Γνωρίζει άπταιστα τρεις ξένες γλώσσες. | ||
δ | |||||
δημοκρατία | ανελευθερία | πολίτευμα σύμφωνα με το οποίο η εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται με βάση τη βούληση της πλειοψηφίας: ►Η αρχαία Αθήνα είναι ο τόπος που γεννήθηκε η δημοκρατία. | |||
διαίρεση | διαχωρισμός | ένωση | 1. ο χωρισμός σε μέρη: ►Η διαίρεση της περιουσίας έγινε σε όλα τα αδέρφια. 2. (μαθημ.) μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής, με την οποία χωρίζουμε ένα ποσό σε ίσα μέρη: ►Το αποτέλεσμα της διαίρεσης ονομάζεται πηλίκο. | ||
διάλογος | συζήτηση | συζήτηση, συνομιλία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα: ►Τα προβλήματα στο σχολείο λύνονται πιο εύκολα με διάλογο και συνεννόηση. | |||
διαμαρτύρομαι | επαναστατώ, εξεγείρομαι | (αμτβ.) εκφράζω έντονα παράπονα ή αντίθεση για κάτι που είναι άδικο ή παράνομο: ►Οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος στην περιοχή τους. | |||
διάσημος | δημοφιλής | άσημος | αυτός που είναι πολύ γνωστός, ονομαστός, ξακουστός: ►Πρόσφατα επισκέφτηκε την πόλη μας ένας διάσημος καλλιτέχνης του θεάτρου. | ||
διαυγής | ευκρινής, ακριβής, σαφής | ασαφής, θολός | 1.καθαρός, διάφανος: ►Το νερό της βρύσης του χωριού μας είναι διαυγές και δροσερό. 2. (μτφ.) σαφής, ακριβής: ►Οι σκέψεις του είναι διαυγείς και συγκεκριμένες. | ||
διχόνοια | διένεξη, διχοστασία, φλονικία | συμμαχία | η διαφωνία ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες που οδηγεί σε έχθρα:►Υπάρχει παλιά διχόνοια ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο. | ||
ε | |||||
ειλικρίνεια | αλήθεια | ανειλικρίνεια | το να εκφράζεται κανείς με αληθινό και γνήσιο τρόπο, χωρίς υποκρισία: ►Θα σου μιλήσω με ειλικρίνεια, όπως ταιριάζει σε πραγματικούς φίλους. | ||
εκτιμώ | σέβομαι, νομίζω, κρίνω | 1. (μτβ.) αναγνωρίζω την αξία κάποιου, τιμώ►Εκτίμησαν τις επιστημονικές του γνώσεις. 2. (μτβ.) καθορίζω την τιμη, υπολογίζω την αξία ενός πράγματος ή μιας πράξης:►Εκτιμώ ότι η αξία του οικοπέδου είναι μικρότερη. | |||
ελάττωμα | μειονέκτημα | πλεονέκτημα | 1. (για πρόσωπα) σωματική ατέλεια ή πρόβλημα στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά, μειονέκτημα:►Το βασικό ελάττωμα που τον χαρακτηρίζει είναι η ασυνέπειά του. 2. (για πράγματα) αυτά που δεν είναι σωστά κατασκευασμένα ή δε λειτουργούν καλά: ►Η τηλεόρασή μου έχει το ελάττωμα να μη δείχνει πάντα έγχρωμη εικόνα. | ||
ελευθερία | υποδούλωση | ανελευθερία | 1. έλλειψη καταναγκασμού, το δικαίωμα να ενεργεί κάποιος σύμφωνα με τη θέλησή του μέσα στα νόμιμα πλαίσια: ►Η ελευθερία της γνώμης είναι δικαίωμα κάθε πολίτη. 2. (για κράτη) ανεξαρτησία, κυριαρχία, αυτοτέλεια: ►Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν πάντοτε με σθένος την ελευθερία τους. | ||
έλλειψη | ανεπάρκεια | επάρκεια | το να μην υπάρχει κάτι αναγκαίο ή αυτό να μην είναι αρκετό: ►Το σπίτι μας έχει ακόμη πολλές ελλείψεις. | ||
εμπιστοσύνη | δυσπιστία | 1. το να πιστεύει κανείς στην αξία, την ικανότητα, την τιμιότητα και την εχεμύθεια κάποιου: ►Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στους φίλους μου. 2. (πολιτ.) το να εκφράζει το κοινοβούλιο με ψηφοφορία την υποστήριξη προς την κυβέρνηση: ►Η κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο. | |||
ενδιαφέρον | αδιαφορία | 1. η ξεχωριστή φροντίδα κάποιου για κάποιον ή για κάτι: ►Η πολιτεία δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τρίτη ηλικία. 2. αυτό που κινεί ιδιαίτερα την προσοχή: ►Το τελευταίο βιβλίο του προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον. | |||
επανάσταση | εξέγερση, διαμαρτυρία | 1. ομαδική εξέγερση για τη βίαιη ανατροπή πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος μιας χώρας ή για την απελευθέρωση από ξένο κατακτητή: ►Η ελληνική επανάσταση του 1821 υπήρξε μεγάλος σταθμός στην πορεία του έθνους. 2. απότομη αλλαγή των δεδομένων στην επιστήμη, την τέχνη κ.λπ.: ►Η επανάσταση στην τεχνολογία χαρακτηρίζει την εποχή μας. | |||
επιβραβεύω | επιδοκιμάζω, επαινώ | αποδοκιμάζω, επικρίνω | (αμτβ.) αναγνωρίζω την αξία κάποιου και τον ανταμείβω με υλική ή ηθική αμοιβή: ►Για το σπουδαίο λογοτεχνικό του έργο επιβραβεύτηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. | ||
επιμελής | υπεύθυνος | αμελής | εργατικός, μελετηρός, προκομμένος: ►Είναι πάντοτε υπεύθυνος και επιμελής μαθητής. | ||
εύθυμος | ευδιάθετος, κεφάτος, πρόσχαρος, χαρωπός | δύσθυμος, άκεφος | 1. αυτός που έχει καλή διάθεση, χαρούμενος: ►Αποτελούν μια εύθυμη και ευχάριστη παρέα. 2. αστείος, κωμικός: ►Ο πρωταγωνιστής του θεατρικού έργου είχε έναν εύθυμο ρόλο. | ||
εύκρατος | ήπιος | (γεωγρ.) κλίμα που χαρακτηρίζεται από θερμοκρασία που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρή ούτε πολύ θερμή: ►Η ελιά ευδοκιμεί σε εύκρατο κλίμα. | |||
ζ | |||||
ζεστός | θερμός | κρύος | 1. αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία: ►Το καλοκαίρι είναι η πιο ζεστή εποχή του έτους. 2. (μτφ.) αυτός που δημιουργεί φιλική και εγκάρδια ατμόσφαιρα:►Είναι ένας ζεστός άνθρωπος, που σε κάνει να νιώθεις ευχάριστα. | ||
ζήλια | φθόνος | το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος για κάτι που έχουν οι άλλοι και στερείται ο ίδιος: ►Τον τρώει συνέχεια η ζήλια για την προκοπή του γείτονά του. | |||
ζημιώνω | βλάπτω | κερδίζω | (μτβ.) προκαλώ σε κάποιον κυρίως οικονομική βλάβη:►Τα υπερβολικά έξοδα ζημίωσαν την επιχείρηση. | ||
ζωηρός | δραστήριος, ζωντανός, ενεργητικός, κινητικός, σφριγηλός, άτακτος | αδρανής, άτονος, άπραγος, νωθρός, ήσυχος | 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ζωντάνια, ο δραστήριος, ο ενεργητικός, ο ανήσυχος: ►Πρόκειται για ένα ζωηρό και δραστήριο άτομο. 2. (μτφ.) (για πράγματα) έντονος: ►Φοράει μια μπλούζα με ζωηρά χρώματα. | ||
η | |||||
ηγούμαι | άρχω, καθοδηγώ, διευθύνω | ακολουθώ | (μτβ.) είμαι επικεφαλής, διευθύνω, διοικώ: ►Ο σημαιοφόρος ηγείται του τμήματος που παρελαύνει. ►Ηγείται ενός μικρού κόμματος στη Βουλή. | ||
ήμερος | ήρεμος, ήπιος, πράος, εξημερωμένος | άγριος, ατίθασος | 1. (για ζώα) που είναι εξημερωμένα: ►Ο σκύλος και η γάτα είναι ήμερα ζώα. 2. (για φυτά) που καλλιεργούνται από τον άνθρωπο: ►Καλλιεργεί ήμερα μανιτάρια. 3. (για τόπο) που έχει δεχτεί την επέμβαση του ανθρώπου: ►Προσπάθησε πολύ, για να κάνει αυτό τον τόπο ήμερο. | ||
ήρεμος | ήπιος, πράος | άγριος, ατίθασος | ακίνητος, ατάραχος, γαλήνιος: ►Είναι γενικά ένας ήρεμος άνθρωπος που σπάνια νευριάζει. | ||
ησυχία | ηρεμία | φασαρία, ταραχή | 1. έλλειψη θορύβου ή φασαρίας: ►Όταν άρχιζε το μάθημα, στην τάξη επικρατούσε απόλυτη ησυχία. 2. ηρεμία, γαλήνη: ►Στο χωριό του βρήκε επιτέλους την ησυχία που ζητούσε. | ||
ήττα | νίκη | απώλεια μάχης ή οποιουδήποτε αγώνα, αποτυχία: ►Η ήττα της ομάδας επηρέασε ψυχολογικά τους αθλητές. | |||
θ | |||||
θερμός | ζεστός | ψυχρός, κρύος | 1. που έχει υψηλή θερμοκρασία: ►Τα χελιδόνια ταξιδεύουν κάθε φθινόπωρο για τις θερμές χώρες. 2. (μτφ.) έντονος, ζωηρός, εγκάρδιος: ►Η συζήτηση που έγινε ανάμεσά μας ήταν ιδιαίτερα θερμή. | ||
θνητός | αθάνατος | αυτός που από τη φύση του είναι προορισμένος να πεθάνει: ►Όλοι οι άνθρωποι είμαστε θνητοί. | |||
θύελλα | ανεμοστρόβιλος, σίφουνας, τυφώνας | 1. δυνατός άνεμος με βροχή: ►Η χθεσινή θύελλα ξερίζωσε πολλά δέντρα. 2. μεγάλη αναταραχή, σφοδρή αντίδραση: ►Τα λόγια του ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων. | |||
ι | |||||
ιδανικός | ιδεώδης, πρότυπος, τέλειος, υποδειγματικός | πραγματικός, υπαρκτός | 1. ο καλύτερος που θα μπορούσε να βρεθεί: ►Η σημερινή ημέρα είναι ιδανική για εκδρομή. 2. που υπάρχει μόνο ως ιδέα, ο ιδεατός, άψογος, τέλειος: ►Πολλοί συγγραφείς ύμνησαν την ιδανική ομορφιά. 3. (ουδ. ιδανικό) σπουδαίος σκοπός για τον οποίο αγωνίζεται ένας άνθρωπος ή ένα σύνολο ανθρώπων: ►Για να πραγματοποιηθεί το ιδανικό της δημοκρατίας είναι απαραίτητος ο διάλογος. | ||
ιδιαίτερος | ξεχωριστός, ιδιάζων, ειδικός | κοινότυπος | που ανήκει σε κάποιον, εξαιρετικός, ξεχωριστός:►Αυτός ο μαθητής διακρίνεται για τις ιδιαίτερες ικανότητές του. | ||
ικανός | επιδέξιος, αρκετός, άξιος | ανίκανος | 1. αυτός που μπορεί να κάνει κάτι καλά, ο επιδέξιος: ►Είναι ικανός να λύσει οποιαδήποτε άσκηση Φυσικής. 2. αρκετός, επαρκής: ►Για να πραγματοποιηθεί η εκδρομή, πρέπει να συμπληρωθεί ικανός αριθμός μαθητών. | ||
ικανοποίηση | ευχαίστηση, ευαρέσκεια | δυσαρέσκεια, απογοήτευση | 1. το συναίσθημα της έντονης ευχαρίστησης που νιώθει κάποιος από μια επιτυχία ή από την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας: ►Ο δάσκαλος διαπιστώνει με μεγάλη ικανοποίηση την πρόοδο των μαθητών του. 2. υλική ή ηθική αποκατάσταση ζημίας ή προσβολής: ►Ζήτησε ικανοποίηση για τη βλάβη που του προξένησαν στο αυτοκίνητο. | ||
ίσος | άνισος | αυτός που είναι ίδιος στο μέγεθος, τη δύναμη ή την αξία με κάποιον άλλον:►Το τετράγωνο έχει και τις τέσσερις πλευρές του ίσες. ►Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο. | |||
ισότητα | ανισότητα | 1. το να είναι δύο ή περισσότερα μεγέθη ίσα μεταξύ τους: ►Το σύμβολο της ισότητας είναι το = (ίσον). 2. η ίση μεταχείριση, η έλλειψη κάθε διαφοράς και διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων: ►Η ισότητα ανδρών και γυναικών κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της χώρας μας. | |||
ισχυρός | δυνατός | ανίσχυρος | 1. ακλόνητος, ανθεκτικός: ►Οι δυο ομάδες είχαν ισχυρές άμυνες και γι’ αυτό ο αγώνας έληξε ισόπαλος. 2.σφοδρός, μεγάλος: ►Στο Αιγαίο θα πνέουν ισχυροί άνεμοι. 3. αυτός που έχει μεγάλη πολιτική δύναμη ή επιρροή, καθώς και τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θέλησή του: ►Κέρδισε εύκολα τις εκλογές και σχημάτισε μια ισχυρή κυβέρνηση. | ||
κ | |||||
καθαρός | παστρικός | βρόμικος | 1. απαλλαγμένος από βρομιές, αλέρωτος:►Όλοι πρέπει να διατηρούμε τις ακτές καθαρές. 2. ανόθευτος, που δεν περιέχει ξένες ουσίες: ►Το δαχτυλίδι που φορά είναι από καθαρό χρυσάφι. 3. αίθριος, ασυννέφιαστος:►Σήμερα ο ουρανός είναι καθαρός. 4. αυτός που δεν κάνει ή δε σκέφτεται κακό: ►Είναι ένας αγνός άνθρωπος με καθαρή ψυχή. | ||
καθυστερώ | κωλυσιεργώ, επιβραδύνω | επιταχύνω | 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να αργοπορήσει, να χάσει χρόνο: ►Το χιόνι τον καθυστέρησε να φτάσει γρήγορα στη δουλειά του. 2. (μτβ.) δε δίνω έγκαιρα τα οφειλόμενα: ►Μερικές φορές καθυστερεί να πληρώσει τα κοινόχρηστα. | ||
καλύπτω | σκεπάζω, αναπληρώνω, αναπτύσσω | αποκαλύπτω | 1. (μτβ.) σκεπάζω κάτι με κάτι άλλο: ►Κάλυψε το σώμα του μωρού με μια μάλλινη κουβέρτα. 2. (μτβ.) συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάτι: ►Δεν μπόρεσαν να καλύψουν τα ίχνη που άφησαν στο έδαφος. 3. (μτβ.) (μτφ.) προστατεύω, δικαιολογώ: ►Ο διευθυντής κάλυψε τους υπαλλήλους για το λάθος που έγινε. 4. (μτβ.) διανύω μια απόσταση: ►Το τρένο καλύπτει τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη σε πέντε ώρες. | ||
καταπληκτικός | εξαίσιος | αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση και θαυμασμό: ►Το σπίτι του έχει καταπληκτική θέα προς τη μεριά της θάλασσας. | |||
καταστρέφω | ζημιώνω | 1. (μτβ.) προξενώ σε κάποιον ή σε κάτι μεγάλη φθορά: ►Το χαλάζι κατέστρεψε τα σταφύλια. 2. (μτβ.) (μτφ.) οδηγώ κάποιον ή κάτι σε άσχημη κατάσταση, φθείρω ηθικά: ►Τον κατέστρεψαν οι κακές παρέες. 3. (αμτβ.) (παθ.) χάνω την περιουσία μου: ►Στενοχωρήθηκα πολύ, όταν έμαθα ότι καταστράφηκε οικονομικά. | |||
κατηγορώ | λοιδορώ | υπερασπίζομαι | 1. (μτβ.) αποδίδω ενοχή σε κάποιον για κάτι: ►Τον κατηγόρησαν ότι δεν είπε την αλήθεια. ►Με κατηγόρησε στους συμμαθητές του. 2. (μτβ.) διώκω κάποιον δικαστικά για αξιόποινη πράξη: ►Κατηγορείται για κλοπή. | ||
κενός | άδειος | γεμάτος | 1. που δεν περιέχει τίποτα: ►Οι αίθουσες του σχολείου είναι κενές από μαθητές την ώρα του διαλείμματος. 2. (μτφ.) που δεν μπορεί να εκπληρωθεί, μάταιος: Όσα μας είπε αποδείχτηκαν κενές υποσχέσεις. | ||
κερδίζω | χάνω | 1. (μτβ.) αποκτώ χρήματα από εργασία ή από τύχη: ►Πόσα κερδίζεις το μήνα; ►Κέρδισε στο λαχείο τον πρώτο αριθμό. 2. (μτβ.) έχω όφελος από κάτι: ►Κέρδισε δόξα και τιμές από την επιστήμη του. 3. (μτβ.) αναδεικνύομαι καλύτερος, νικώ: ►Κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ κινηματογράφου. | |||
κλαίω | οδύρομαι | 1. (αμτβ.) χύνω δάκρυα από πόνο, λύπη, φόβο ή χαρά: ►Έκλαιγε δυνατά για πολλή ώρα, επειδή τον πονούσε το δόντι του. 2. (μτβ.) (μέσ.) παραπονιέμαι χωρίς σοβαρό λόγο: ►Κλαίγεται συνέχεια ότι δεν του φτάνουν τα χρήματα. | |||
κολλώ | ενώνω | αποκολλώ | 1. (μτβ.) ενώνω με ειδική ουσία δύο ή περισσότερα αντικείμενα, συνενώνω: ►Κόλλησα τα κομμάτια του βάζου που έσπασε. 2. (μτβ.) μεταδίδω αρρώστια: ►Κόλλησε ιλαρά τους συμμαθητές της. 3. (μτβ.) (μτφ.) γίνομαι ενοχλητικός σε κάποιον, για να πετύχω κάτι: ►Του κολλάει συνεχώς να πάνε στο γήπεδο. | ||
κοντά | εγγύς | μακριά | 1. σε μικρή απόσταση: ►Το σπίτι μου είναι κοντά στη θάλασσα. 2. περίπου:►Ψάρεψε κοντά δέκα κιλά σαργούς. 3. επιπλέον, εκτός από: ►Κοντά στα άλλα έχασα και το πλοίο της γραμμής. | ||
κρύβω | καλύπτω | αποκαλύπτω | 1. (μτβ.) βάζω κάποιον ή κάτι σε τέτοιο μέρος ώστε να μην το(ν) βλέπουν ή να μην το(ν) βρίσκουν οι άλλοι: ►Έκρυψε τα χρυσαφικά της στο συρτάρι. 2. (μτβ.) φυλάω κάτι σαν μυστικό: ►Κρύβει τα χρόνια του από τους άλλους. 3. (μτβ.) (μτφ.) δε φανερώνω τις προθέσεις και τα συναισθήματά μου στους άλλους: ►Κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που έχει για τους φίλους του. | ||
κύριος | βασικός, κυρίαρχος | 1. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος: ►Είναι ο κύριος συνεργάτης μου στα οικονομικά ζητήματα. 2. αυτός που ελέγχει τα πράγματα, κυρίαρχος, κάτοχος: ►Σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του είναι ο κύριος κληρονόμος. 3. αξιοπρεπής άνθρωπος: ►Συμπεριφέρεται τόσο καλά, ώστε μπορώ να πω ότι είναι κύριος με τα όλα του! | |||
κωλυσιεργώ | καθυστερώ, επιβραδύνω | επιταχύνω | (αμτβ.) εμποδίζω σκόπιμα και για προσωπικούς λόγους την εκτέλεση κάποιου έργου: ►Κωλυσιεργούν και παρεμβάλλουν εμπόδια στη διάνοιξη του δρόμου. | ||
λ | |||||
λακωνικός | συνοπτικός, σύντομος | εκτενής, λεπτομερής | 1. που σχετίζεται με τη Λακωνία και τους Λάκωνες: ►Εξακολουθεί να τηρεί πιστά τα λακωνικά έθιμα, παρόλο που ζει στην Αθήνα. 2. ολιγόλογος, σύντομος: ►Ο λόγος του είναι συνήθως λακωνικός και ουσιαστικός. | ||
λατρεύω | αγαπώ | απεχθάνομαι | 1. (μτβ.) σέβομαι, τιμώ το Θεό: ►Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. 2. (μτβ.) έχω μεγάλη αγάπη για κάποιον ή για κάτι: ►Λατρεύει την κρητική κουζίνα. | ||
λιώνω | 1. (μτβ.) μεταβάλλω ένα στερεό σώμα σε υγρό με τη βοήθεια θερμότητας ή με τη διάλυση: ►Ο ήλιος έλιωσε το χιόνι στα βουνά. 2. (αμτβ.) (μτφ.) κουράζομαι, διαλύομαι: ►Έλιωσε από την κούραση της εβδομάδας. | ||||
λύνω | αντιμετωπίζω | δένω | 1. (μτβ.) ξεδένω: ►Έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του. 2. (μτβ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά: ►Έλυσε τα άλογα και τα άφησε να βοσκήσουν στο λιβάδι. 3. (μτβ.) καταργώ, ακυρώνω: ►Έλυσαν τη συμφωνία τους για την αγορά του αυτοκινήτου. | ||
μ | |||||
μακρύς | 1. που έχει μεγάλο μήκος: ►Φοράει πάντα μια μακριά φούστα. 2. που έχει μεγάλη διάρκεια: ►Οι μακριές χειμωνιάτικες νύχτες δεν περνούσαν ποτέ εύκολα. | ||||
μεγάλος | μικρός | 1. αυτός που έχει μεγαλύτερες διαστάσεις από τις συνηθισμένες: ►Μένει σ’ ένα πολύ μεγάλο σπίτι. 2. ενήλικος, ηλικιωμένος: ►Πρέπει να σεβόμαστε τους μεγάλους. 3. ισχυρός, δυνατός, διάσημος, σπουδαίος, ένδοξος: ►Ο Φλέμιγκ υπήρξε μεγάλος επιστήμονας. | |||
μεστός | γεμάτος | άδειος, κενός | 1. που είναι γεμάτος και πλήρης: ►Ο γραπτός λόγος που χρησιμοποιεί είναι μεστός και σαφής. 2. ώριμος, γινωμένος: ►Τα σταφύλια είναι μεστά και ήδη έτοιμα για τρύγο. | ||
μετριοφροσύνη | σεμνότητα | έπαρση | το να μην έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, το να μην καυχιέται για τις ικανότητες ή τις επιτυχίες του:►Από μετριοφροσύνη σπάνια αναφέρει τα βιβλία που έγραψε. | ||
μνήμη | αμνησία | 1. η ικανότητα του νου να συγκρατεί και να θυμάται κάποιος ό,τι βλέπει και μαθαίνει: ►Θυμάται πολλές χρονολογίες, γιατί έχει γερή μνήμη. 2. θύμηση, ανάμνηση: ►Πρόσφερε στο γηροκομείο ένα χρηματικό ποσό στη μνήμη του πατέρα του. 3. τμήμα του υπολογιστή στο οποίο αποθηκεύονται πληροφορίες: ►Η προσωρινή μνήμη του υπολογιστή ονομάζεται RAM. | |||
μυρίζω | 1. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση μια μυρωδιά: ►Μύρισα στον κήπο το άρωμα των ρόδων. 2. (αμτβ.) (απρόσ.) υπάρχει μια ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρωδιά: ►Στ' αλήθεια μυρίζει πολύ ωραία. 3. (μτβ.) (μέσ.) υποψιάζομαι, έχω προαίσθημα για κάτι: ►Μυρίστηκα αμέσως ότι κάτι μου κρύβεις. | ||||
ν | |||||
νικώ | κερδίζω | χάνω | 1. (μτβ.) κερδίζω τους αντιπάλους μου σε μάχη ή αγώνα: ► Οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα. 2. (μτβ.) (μτφ.) συγκρατώ, ελέγχω: ► Νίκησε το πάθος του για το κάπνισμα. | ||
νιώθω | αισθάνομαι | 1. (αμτβ.) αισθάνομαι: ►Νιώθω πολύ καλά σήμερα. 2. (μτβ.) συναισθάνομαι: ►Ένιωσα το λάθος μου και το διόρθωσα. 3. (μτβ.) καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι: ►Του μιλάς και δε νιώθει τι του λες. | |||
νοσηρός | άρρωστος | 1. που μπορεί να προκαλέσει κάποια αρρώστια: ►Το νοσηρό κλίμα αυτής της περιοχής οφείλεται στα πολλά έλη που υπάρχουν. 2. αυτός που δεν είναι υγιής, ο ασθενικός, ο φιλάσθενος: ►Εμφανίζει συμπτώματα που δείχνουν τη νοσηρή κατάσταση του οργανισμού. | |||
νόστιμος | εύγεστος | άνοστος | 1. που έχει ευχάριστη γεύση, γευστικός: ► Μαγειρεύει πάντα πολύ νόστιμα φαγητά. 2. (μτφ.) που είναι ευχάριστος ή χαριτωμένος: ►Μας διηγήθηκε μια νόστιμη ιστορία. | ||
ξ | |||||
ξένος | αλλοεθνής, ανοίκειος | ντόπιος, οικείος | 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλη χώρα και μένει σε άλλη, ο αλλοδαπός: ►Τα τελευταία χρόνια εργάζονται πολλοί ξένοι στην Ελλάδα. 2. αυτός που φιλοξενείται σε σπίτι άλλου: ►Σήμερα έχω ξένους στο σπίτι μου. 3. αυτός που δεν έχει σχέση με κάποιον ή κάτι, άσχετος: ►Είναι ξένος προς την υπόθεση αυτή. | ||
ξερός | άνυδρος, στεγνός | υγρός | 1. που δεν έχει νερό ή υγρασία, ο στεγνός: ►Το φθινόπωρο τα ξερά φύλλα των δέντρων σκεπάζουν τη γη. 2. που δεν έχει καθόλου βλάστηση: ►Η Μάνη είναι ένας ξερός και ορεινός, αλλά όμορφος τόπος. 3. (μτφ.) για κάτι απότομο, σύντομο: ►Μας είπε μια ξερή καλημέρα κι έφυγε αμέσως. | ||
ξέρω | γνωρίζω | αγνοώ | 1. (μτβ.) γνωρίζω, μου είναι κάτι γνωστό: ►Ο Γιάννης ξέρει πολύ καλά το μάθημα της Ιστορίας. ►Ξέρω πού βρίσκεται η αλήθεια γι’αυτό το ζήτημα. 2. (μτβ.) μαθαίνω, πληροφορούμαι: ►Ξέρεις ότι το σχολείο μας θα πάει εκδρομή στη Ρόδο; | ||
ξεχνώ | λησμονώ | θυμάμαι | 1. (μτβ.) δε θυμάμαι, λησμονώ: ►Ξέχασα τον αριθμό του τηλεφώνου που μου έδωσες. 2. (αμτβ.) (μέσ.) δεν καταλαβαίνω όσα συμβαίνουν γύρω μου, αφαιρούμαι: ►Ξεχάστηκα στην αγορά και έχασα το λεωφορείο. | ||
ξοδεύω | σπαταλώ | αποταμιεύω | 1. (μτβ.) δίνω ένα χρηματικό ποσό, για να αγοράσω κάτι: ►Ξόδεψε πολλά χρήματα, για να αγοράσει το σπίτι του. 2. (μτβ.) χρησιμοποιώ ένα αγαθό, για να ικανοποιήσω κάποια ανάγκη μου: ►Φέτος ξοδέψαμε πολύ πετρέλαιο για θέρμανση. | ||
ο | |||||
όλεθρος | καταστροφή | η πλήρης καταστροφή, η ολοκληρωτική φθορά: ►Ο πόλεμος είναι ένας πραγματικός όλεθρος για τους ανθρώπους και το περιβάλλον. | |||
όλος | συνολικός, ολόκληρος | 1. ολόκληρος: ►Μερικές φορές χρειάζεται να ταξιδεύει όλη την ημέρα, για να φτάσει στον προορισμό του. 2. (με άρθρο) ολικός, συνολικός: ►Η όλη εργασία για την έκδοση του βιβλίου τελειώνει σύντομα. | |||
ομαλός | ανώμαλος | 1. που είναι επίπεδος και ίσιος, χωρίς εξογκώματα ή εσοχές: ►Ο δρόμος που βγάζει στο εκκλησάκι είναι ομαλός και χωρίς λακκούβες. 2. (μτφ.) αυτός που είναι φυσιολογικός, κανονικός: ►Χάρη στις προσπάθειες της Τροχαίας, η κίνηση στους δρόμους εξακολουθεί να είναι ομαλή. | |||
όμοιος | ίδιος | ανόμοιος, διαφορετικός | 1. αυτός που έχει τα ίδια γνωρίσματα με άλλον: ►Στο πρόσωπο είναι όμοιος με τον παππού του. 2. ισάξιος, ισοδύναμος, ισότιμος: ►Στο άλμα εις μήκος τρεις μαθητές της τάξης έχουν όμοιες επιδόσεις. | ||
ομόνοια | αρμονία, σύμπνοια | διχόνοια | ειρηνική και αρμονική συμβίωση με άλλους στο ίδιο περιβάλλον: ►Οι δυο λαοί ζουν με ομόνοια και συνεργασία. | ||
όμορφος | έμορφος, εύμορφος | άσχημος, δύσμορφος | 1. αυτός που είναι ωραίος, ελκυστικός: ►Η Λέσβος είναι ένα όμορφο νησί του Βορείου Αιγαίου. 2. που προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα: ►Τα παιδικά χρόνια συνδέονται με όμορφες αναμνήσεις. | ||
οργίζομαι | θυμώνω | (αμτβ.) βρίσκομαι σε κατάσταση μεγάλου θυμού ή αγανάκτησης: ►Οργίζομαι πάρα πολύ, όταν σκέφτομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που βασανίζουν τα ζώα. | |||
π | |||||
παραδέχομαι | αρνούμαι | 1. (μτβ.) δέχομαι κάτι ως αληθινό ή σωστό, συμφωνώ, εγκρίνω: ►Παραδέχομαι ότι έκανα λάθος στην επιλογή μου. 2. (μτβ.) κρίνω κάποιον άξιο: ►Τον παραδέχομαι για τις γνώσεις του στη Φυσική. | |||
παρακαλώ | εκλιπαρώ | 1. (μτβ.) ζητώ ευγενικά από κάποιο να κάνει κάτι: ►Παρακάλεσε τον προϊστάμενό του να του δώσει άδεια. 2. (μτβ.) κάνω δέηση στο Θεό: ►Παρακαλώ το Θεό να έχει καλά όλο τον κόσμο. | |||
παράξενος | περίεργος, ασυνήθιστος, ακατανόητος, ιδιόμορφος, ιδιότροπος | κανονικός | 1. (για πράγματα) κάτι που προκαλεί την προσοχή, επειδή είναι ασυνήθιστο και ανεξήγητο: ►Ήταν ένα παράξενο μηχάνημα που σφύριζε συνέχεια. 2. (για πρόσωπα) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά: ►Είναι παράξενος άνθρωπος και γκρινιάζει συνέχεια. | ||
παρηγορώ | ενθαρρύνω | (μτβ.) προσπαθώ να ανακουφίσω κάποιον που είναι λυπημένος με κατάλληλα λόγια ή πράξεις: ►Οι φίλοι του προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν για το ατύχημα που είχε. | |||
παύω | σταματώ, λήγω | αρχίζω | 1. (μτβ.) διακόπτω, σταματώ κάτι που κάνω: ►Από εφέτος έπαψε να εργάζεται τη νύχτα. 2. (μτβ.) απολύω, διώχνω κάποιον από τη θέση του: ►Τον έπαψαν προσωρινά από τη δουλειά του. 3. (αμτβ.) σταματώ να μιλώ ή να θορυβώ, ησυχάζω: ►Πάψτε, σας παρακαλώ, γιατί έχω διάβασμα. | ||
παχύς | χοντρός | λεπτός | 1. που είναι χοντρός και ογκώδης: ►Έβαλε ένα παχύ στρώμα στο κρεβάτι του παιδιού. 2. αυτός που έχει πολύ λίπος ή μεγάλο βάρος, παχύσαρκος: ►Παλιότερα ήταν παχύς, αλλά τώρα αδυνάτισε αρκετά. 3. (για υγρά) αυτός που είναι πυκνός, που ρέει δύσκολα, πηχτός: ► Φτιάχνει κάθε χρόνο ένα παχύ θυμαρίσιο μέλι. | ||
περιποιούμαι | φροντίζω | 1. (μτβ.) προσφέρω σε κάποιον εξυπηρέτηση και βοήθεια, φροντίζω: ►Φιλοξένησε και περιποιήθηκε τους φίλους του κατά τον καλύτερο τρόπο. 2. (μτβ.) (μτφ.) τιμωρώ κάποιον, κακομεταχειρίζομαι: ►Μη στενοχωριέσαι καθόλου, γιατί θα τον περιποιηθώ εγώ γι' αυτό που έκανε. | |||
περιττός | άχρηστος | αναγκαίος, άρτιος | 1. που πλεονάζει, που δε χρησιμεύει σε κάτι: ►Κάνει περιττά έξοδα για ψώνια. 2. (μαθημ.) κάθε αριθμός που δε διαιρείται ακριβώς με το δύο, μονός: ►Περιττοί αριθμοί είναι όσοι τελειώνουν σε 1, 3, 5, 7 και 9. | ||
πιθανός | ενδεχόμενος | απίθανος | που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει, ενδεχόμενος: ►Είναι πιθανή μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά τις επόμενες ημέρες. | ||
πουλώ | αγοράζω | (μτβ.) δίνω κάτι και παίρνω χρήματα: ►Πούλησε το παλιό αυτοκίνητο και αγόρασε ένα καινούργιο. | |||
προσέχω | παρακολουθώ, παρατηρώ, προφυλάσσω | 1. (μτβ.) έχω στραμμένο το νου μου σε κάτι, παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον: ►Ο Γιάννης προσέχει πάντοτε στο μάθημα. 2. (μτβ.) προφυλάσσω κάποιον ή κάτι, επιτηρώ: ►Ο δάσκαλος προσέχει τους μαθητές την ώρα του διαλείμματος. | |||
προσθέτω | αθροίζω | αφαιρώ | 1. (μτβ.) (μαθημ.) εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης: ►Πρόσθεσε τους αριθμούς 30 και 15 και βρες το αποτέλεσμα. 2. (μτβ.) βάζω κάτι επιπλέον σε κάτι άλλο και το αυξάνω: ►Πρόσθεσε λίγη κανέλα στο φαγητό, για να το κάνεις πιο νόστιμο. | ||
προσφέρω | δίνω, χορηγώ | παίρνω | 1. (μτβ.) δωρίζω, χαρίζω: ►Θέλω να προσφέρω στο φίλο του ένα ωραίο αναμνηστικό. 2. (μτβ.) πουλώ σε κάποιον κάτι: ►Το κατάστημα προσφέρει διάφορα προϊόντα σε τιμές ευκαιρίας. 3. (μτβ.) (μέσ.) είμαι πρόθυμος να παράσχω τις υπηρεσίες μου, έχω διάθεση να βοηθήσω: ►Προσφέρομαι να μεσολαβήσω, για να λυθεί το πρόβλημα. | ||
προτέρημα | πλεονέκτημα | μειονέκτημα, ελάττωμα | προσόν, χάρισμα της φύσης ή πλεονέκτημα που αποκτήθηκε με την άσκηση και τη μελέτη: ►Διακρίνεται για τα προτερήματα της ειλικρίνειας και της υπομονής. | ||
πρόχειρος | προσωρινός, ανεπίσημος, καθημερινός | επίσημος, καλός, μόνιμος | 1. οτιδήποτε γίνεται χωρίς προετοιμασία ή προσοχή: ►Έκανε μια πολύ πρόχειρη δουλειά, χωρίς να προσέξει όσο θα έπρεπε. 2. αυτός που εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: ►Είναι ένα καθημερινό και πρόχειρο εργαλείο. | ||
πρώιμος | πρόωρος | όψιμος, πάρωρος, καθυστερημένος | ό,τι γίνεται πριν από την ώρα του, ο πρόωρος: ►Τα σταφύλια είναι εφέτος πρώιμα. | ||
ρ | |||||
ραγδαίος | απότομος, έντονος | 1. που γίνεται με μεγάλη ορμή και δύναμη: ►Αύριο θα εκδηλωθούν ραγδαίες βροχές και καταιγίδες σε ολόκληρη τη χώρα. 2. (μτφ.) που εκδηλώνεται ξαφνικά και με μεγάλη ταχύτητα: ►Εξαιτίας του παγετού σημειώθηκε ραγδαία αύξηση στις τιμές των οπωροκηπευτικών. | |||
σ | |||||
σαφήνεια | ακρίβεια | ασάφεια | η διατύπωση των σκέψεων, των ιδεών και των συναισθημάτων με απόλυτα κατανοητό τρόπο: ►Οι σκέψεις του διακρίνονται για τη σαφήνεια και την καθαρότητά τους. | ||
σέβομαι | εκτιμώ | προσβάλλω | 1. (μτβ.) εκτιμώ ιδιαίτερα κάποιον ή κάτι: ►Ακούει με προσοχή και σέβεται τις απόψεις των άλλων. 2. (μτβ.) τηρώ, υπακούω: ►Οι παίκτες πρέπει να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού. | ||
σεμνός | μετριόφρων, απλός, ακαμάρωτος | άσεμνος | 1. σοβαρός, ευγενικός, αξιοπρεπής: ►Ο φίλος σου είναι ιδιαίτερα σεμνός στη συμπεριφορά του προς τους άλλους. 2. ντροπαλός, συνεσταλμένος: ►Είναι τόσο σεμνός, που κοκκινίζει αμέσως μόλις του μιλήσεις. | ||
σιγά | σταδιακά, αργά | γρήγορα | 1. χαμηλόφωνα, όχι δυνατά: ►Μιλούσε σιγά, για να μην ενοχλεί τους διπλανούς του. 2. χωρίς βιασύνη, αργά: ►Το λεωφορείο πήγαινε πολύ σιγά, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στον προορισμό μας με καθυστέρηση. | ||
σκοτεινός | φωτεινός | 1. που βρίσκεται στο σκοτάδι: ►Ήταν μια σκοτεινή νύχτα χωρίς φεγγάρι. 2. (μτφ.) δυσνόητος, ασαφής: ►Το νόημα του κειμένου είναι σκοτεινό και ακατανόητο. 3. (μτφ.) αυτός που κρύβει κάποιο μυστήριο, ο μυστηριώδης: ►Αυτός ο άνθρωπος είναι μια σκοτεινή προσωπικότητα. | |||
σκυθρωπός | δύσθυμος | χαμογελαστός, εύθυμος | αυτός που έχει λυπημένη έκφραση, που είναι άκεφος: ►Παρακολουθούσε την αποχαιρετιστήρια τελετή σιωπηλός και σκυθρωπός. | ||
σταματώ | λήγω, παύω | αρχίζω | 1. (αμτβ.) παύω να κινούμαι ή να λειτουργώ, στέκομαι: ►Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό Θεσσαλονίκης. 2. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να διακόψει την πορεία του: ►Ο τροχονόμος σταμάτησε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. | ||
στολίζω | διακοσμώ | ξεστολίζω | (μτβ.) διακοσμώ ένα χώρο ή ένα αντικείμενο: ► Στόλισαν το σχολείο για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή. | ||
συνδυάζω | ταιράζω, ενώνω | 1. (μτβ.) βάζω μαζί δύο πράγματα που είναι ή φαίνονται διαφορετικά: ►Στις διακοπές που κάναμε εφέτος συνδυάσαμε το βουνό με τη θάλασσα. 2. (μτβ.) τακτοποιώ κατάλληλα διάφορα πράγματα, για να πετύχω ένα αρμονικό ή σωστό αποτέλεσμα: ►Αγόρασε ένα άσπρο πουκάμισο, για να το συνδυάσει με το μαύρο παντελόνι. 3. (μτβ.) συσχετίζω: ►Συνδύασε τα δεδομένα του προβλήματος και οδηγήθηκε στην λύση του. | |||
συνεχής | ακατάπαυστος, ασταμάτητος | διακεκομμένος | που γίνεται δίχως διακοπές, αδιάκοπος: ► Κάποια καταστήματα λειτουργούν με συνεχές ωράριο. | ||
συντηρώ | διατηρώ | 1. (μτβ.) διατηρώ κάτι στην κατάσταση που βρίσκεται: ►Η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντηρεί τα αρχαία μνημεία. 2. (μτβ.) εξασφαλίζω σε κάποιον τα αναγκαία μέσα για να ζήσει:►Συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του μόνο με το μισθό του. | |||
σώζω | γλιτώνω | 1. (μτβ.) γλιτώνω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο: ►Οι πυροσβέστες έσωσαν το δάσος από την πυρκαγιά. 2. (αμτβ.) (μέσ.) εξακολουθώ να υπάρχω, διατηρούμαι: ►Μέσα στη γη σώζονται ακόμα υπολείμματα αρχαίων πολιτισμών. | |||
τ | |||||
ταιριάζω | συδυάζω, ενώνω | 1. (μτβ.) δημιουργώ ένα αρμονικό σύνολο από ανόμοια πράγματα: ►Αγόρασα ένα κόκκινο μπλουζάκι, για να το ταιριάσω με την μπλε φούστα. 2. (αμτβ.) (γ΄ πρόσ.) είναι σωστό, αρμόζει: ►Στους ηλικιωμένους ταιριάζει να μιλάμε πάντα με σεβασμό. | |||
τάξη | ευταξία | αταξία, ακαταστασία | 1. η τακτοποίηση των πραγμάτων στη σωστή θέση: ►Έχει πάντοτε μεγάλη τάξη στο δωμάτιό του. 2. το σύνολο των μαθητών που παρακολουθούν τα μαθήματα που αντιστοιχούν σ’ ένα σχολικό έτος: ►Η Tρίτη τάξη πήγε σήμερα εκδρομή. 3. η αίθουσα διδασκαλίας: ►Η τάξη μας είναι μεγάλη και φωτεινή. 4. κάθε σύνολο ανθρώπων με ίδια κοινωνική και οικονομική κατάσταση ή κοινό επάγγελμα: ►Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε η τάξη των ειλώτων. | ||
ταπεινός | σεμνός | αλαζόνας | αυτός που δεν είναι αλαζόνας, ο σεμνός: ►Στη ζωή του παρέμεινε ταπεινός άνθρωπος, παρά τις μεγάλες επιτυχίες που γνώρισε. | ||
τονώνω | ενισχύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ | υποβαθμίζω | 1. (μτβ.) δίνω σε κάτι δύναμη, ενισχύω, δυναμώνω: ►Ένα πλούσιο πρωινό είναι απαραίτητο, γιατί τονώνει τον ανθρώπινο οργανισμό. 2. (μτβ.) ενισχύω ψυχικά, εμψυχώνω: ►Με τόνωσε πάρα πολύ με τα καλά λόγια που μου είπε. | ||
τραχύς | σκληρός, άγριος, ανάγλυφος | ομαλός, ίσιος, λείος | 1. που δεν έχει ομαλή και λεία επιφάνεια: ►Ο δρόμος για το μοναστήρι του χωριού είναι τραχύς και δύσκολος. 2. (μτφ. για πρόσ.) αυτός που είναι απότομος, αγροίκος: ►Είναι ιδιαίτερα τραχύς στη συμπεριφορά του με τους άλλους. 3. σκληρός, άγριος, ανυπόφορος: ►Στα ορεινά της πατρίδας μας ο χειμώνας είναι τραχύς και δύσκολος. | ||
τρυφερός | αβρός | σκληρός, απότομος | 1. απαλός, μαλακός: ►Το δέρμα του προσώπου του ήταν πολύ τρυφερό. 2. (μτφ.) ευαίσθητος, στοργικός, συναισθηματικός: ►Οι γονείς έχουν πάντοτε έναν τρυφερό λόγο για τα παιδιά τους. | ||
τρωτός | ευάλωτος, ευπρόσβλητος | άτρωτος, απρόσβλητος | 1. αυτός που είναι δυνατόν να πληγωθεί: ►Το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέα ήταν η φτέρνα του. 2. (μτφ.) αυτός που προσβάλλεται εύκολα, ο ευπρόσβλητος: ►Τα παιδιά είναι τρωτά στα διάφορα γλυκίσματα. | ||
υ | |||||
υπακούω | πείθομαι | επαναστατώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι | (μτβ.) εκτελώ την προσταγή ή συμβουλή κάποιου: ►Οι στρατιώτες υπάκουσαν αμέσως στις διαταγές του αξιωματικού τους. | ||
υπαναχωρώ | υποχωρώ, αποσύρομαι | εμμένω, επιμένω | (αμτβ.) επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή άποψη, εγκαταλείποντας κάτι που υποστήριζα προηγουμένως: ►Έλεγε ότι θα μας βοηθήσει οικονομικά, αλλά τελικά υπαναχώρησε. | ||
υπερβολικός | ακραίος | μετριοπαθής | 1. που ξεπερνάει το κανονικό και το συνηθισμένο: ►Οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα. 2. αυτός που μεγαλοποιεί τα πράγματα: ►Δεν τον πιστεύω, γιατί είναι πάντοτε υπερβολικός στις εκτιμήσεις του. | ||
υπεύθυνος | αρμόδιος, ιθύνων | 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: ►Ο υπεύθυνος του ατυχήματος παρουσιάστηκε μόνος του στην αστυνομία. 2. αυτός που είναι επιφορτισμένος με κάτι και από τον οποίο είναι δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες: ►Οι υπεύθυνοι ασφαλείας του αεροδρομίου ελέγχουν τους επιβάτες, πριν αυτοί επιβιβαστούν στο αεροπλάνο. 3. αυτός που ενεργεί με σοβαρότητα και σταθερότητα: ►Είναι σοβαρός και υπεύθυνος άνθρωπος και γι'αυτό τον εμπιστεύονται όλοι. | |||
υποχωρώ | αποσύρομαι | μένω, επιμένω | 1. (αμτβ.) μετακινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ: ►Οι ορειβάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, επειδή επικρατούσε σφοδρή χιονοθύελλα. 2. (αμτβ.) παθαίνω καθίζηση, βουλιάζω: ►Το έδαφος υποχώρησε από το βάρος του φορτηγού. 3. (αμτβ.) εξασθενώ, μειώνομαι: ►Ο πυρετός άρχισε να υποχωρεί μετά τη φαρμακευτική αγωγή που ακολούθησα. 4. (αμτβ.) δεν επιμένω, συμφωνώ με τη γνώμη του άλλου, συμβιβάζομαι: ►Ύστερα από πολλές συζητήσεις υποχώρησε και δέχτηκε τις απόψεις της άλλης πλευράς. | ||
φ | |||||
φανερώνω | αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω | καλύπτω, σκεπάζω | 1. (μτβ.) εμφανίζω, δείχνω: ►Άνοιξε ένα μικρό κουτί και του φανέρωσε ένα ασημικό που είχε αγοράσει για τα γενέθλιά του. 2. (μτβ.) δηλώνω, αποκαλύπτω, σημαίνω: ►Τα λόγια του φανερώνουν πως είναι ένας υπεύθυνος άνθρωπος. | ||
φανταστικός | ουτοπικός, εξωπραγματικός, απίθανος, απίστευτος, υπερφυσικός | αληθινός, πραγματικός | 1. αυτός που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά στη φαντασία, υποθετικός: ►Οι ήρωες του λογοτεχνικού έργου είναι φανταστικά πρόσωπα. 2. (μτφ.) εξαιρετικός, καταπληκτικός, απίθανος: ►Για να επισκεφτείς το Σούλι, ακολουθείς μια φανταστική διαδρομή. | ||
φαύλος | ανήθικος, αχρείος, αήθης, αναξιοπρεπής | ηθικός, αξιοπρεπής | αυτός που δε διαθέτει ήθος, ο διεφθαρμένος: ►Στα παραμύθια συνήθως οι φαύλοι τιμωρούνται για τις κακές πράξεις που κάνουν. | ||
φειδώ | οικονομία | σπατάλη | μετρημένη κατανάλωση, αποφυγή σπατάλης: ►Διαχειρίζεται τα χρήματά του με μεγάλη φειδώ. | ||
φήμη | διάδοση | 1. ανεπιβεβαίωτη πληροφορία από άγνωστη πηγή που διαδίδεται από στόμα σε στόμα: ►Διαδόθηκε η φήμη ότι θα έχουμε βαρύ χειμώνα. 2. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον ή κάτι: ►Αυτό το εστιατόριο έχει πολύ καλή φήμη. 3. το να είναι κανείς ονομαστός, διάσημος: ►Είναι ηθοποιός παγκόσμιας φήμης. | |||
φθόνος | ζήλια | η ζήλια που αισθάνεται κανείς για την ευτυχία του άλλου: ►Οι επιτυχίες του προκάλεσαν μεγάλο φθόνο στους γνωστούς του. | |||
φιλότιμος | φιλόπονος, εργατικός | αφιλότιμος | 1. αυτός που έχει έντονο το αίσθημα τιμής και αξιοπρέπειας: ►Ήταν ένας ιδιαίτερα φιλότιμος προπονητής, ώστε παραιτήθηκε αμέσως μετά τη βαριά ήττα της ομάδας του. 2. αυτός που εκτελεί με προθυμία και ευσυνειδησία τα καθήκοντα και την εργασία του: ►Βελτιώθηκε στα Μαθηματικά χάρη στις δικές του φιλότιμες προσπάθειες. | ||
φροντίζω | περιποιούμαι | 1. (μτβ.) δείχνω ενδιαφέρον για κάτι, νοιάζομαι: ►Φροντίζει για τη μόρφωση των παιδιών του. 2. (μτβ.) καταβάλλω προσπάθεια να ρυθμίσω κάτι, επιδιώκω: ►Φροντίζει να είναι πάντοτε συνεπής στις υποχρεώσεις του. 3. (μτβ.) περιποιούμαι κάτι: ►Καθημερινά φροντίζει τα λουλούδια της αυλής του. | |||
φτηνός / φθηνός | οικονομικός | ακριβός | 1. αυτός που πουλιέται σε χαμηλή τιμή: ►Αγόρασε το σπίτι του σε σχετικά φτηνή τιμή. 2. (μτφ.) αυτός που είναι χαμηλής ποιότητας, (για πρόσ.) μικροπρεπής: ►Χρησιμοποιεί φτηνές δικαιολογίες. ►Η συμπεριφορά του δείχνει πόσο φτηνός άνθρωπος είναι. | ||
χ | |||||
χαλάω/ χαλώ | καταστρέφω, βλάπτω, ζωμιώνω | φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω | 1. (αμτβ.) δε λειτουργώ κανονικά, καταστρέφομαι: ►Χάλασε το ψυγείο μας και χρειάζεται επισκευή. 2. (αμτβ.) αλλάζω προς το χειρότερο: ►Ο καιρός χάλασε και γι’ αυτό δε θα πάμε εκδρομή. 3. (μτβ.) καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι: ►Αγόρασε καινούργιο ρολόι και αμέσως το χάλασε. 4. (μτβ.) ξοδεύω, δαπανώ: ►Χαλάσαμε αρκετά χρήματα για την επισκευή του σπιτιού μας. 5. (μτβ.) ανταλλάσσω μεγαλύτερα νομίσματα με άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας: ►Έχεις να μου χαλάσεις είκοσι ευρώ; | ||
χαμηλός | υψηλός | 1. που έχει μικρό ύψος: ►Μένω σε μια χαμηλή μονοκατοικία. 2. που βρίσκεται κάτω από το κανονικό και το συνηθισμένο: ►Ο Γενάρης είναι ο μήνας που έχει πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. | |||
χαρωπός | χαμογελαστός, πρόσχαρος, εύθυμος | δύσθυμος, άκεφος | χαρούμενος, γελαστός, εύθυμος: ►Τα χαρωπά πρόσωπα των παιδιών έδειχναν την ικανοποίησή τους από τη χριστουγεννιάτικη σχολική γιορτή. | ||
χειραφέτηση | απελευθέρωση | χειραγώγηση, υποδούλωση | απελευθέρωση ενός ατόμου από την εξουσία κάποιου άλλου ή από κάθε επιρροή (οικογενειακή, οικονομική κ.λπ.): ►Οι γυναίκες αγωνίστηκαν σκληρά, για να κερδίσουν τη χειραφέτησή τους. | ||
χλωμός | ωχρός, πελιδνός, αμυδρός | έντονος | 1. ωχρός, κίτρινος: ►Έγινε χλωμός από το φόβο του. 2. αχνός, χωρίς ζωντάνια: ►Το χλωμό φως του φεγγαριού απλωνόταν σε ολόκληρο τον κάμπο. | ||
χωρίζω | διακρίνω, διαιρώ | ενώνω | 1. (μτβ.) βάζω κάτι χωριστά από κάτι άλλο, ξεχωρίζω: ►Χωρίζω τα ώριμα από τα άγουρα φρούτα. 2. (μτβ.) μοιράζω κάτι, διαιρώ: ►Χώρισαν την κληρονομιά σε τέσσερα ίσα μέρη. 3. (αμτβ.) διαλύω το γάμο: ►Ήταν παντρεμένοι για πολλά χρόνια αλλά χώρισαν. 4. (αμτβ.) διακόπτω τη συνεργασία μου με κάποιον: ►Παλιότερα ήταν συνέταιροι στην επιχείρηση, αλλά στη συνέχεια χώρισαν. | ||
ψ | |||||
ψάχνω | αναζητώ | 1. (μτβ.) προσπαθώ να βρω κάτι, γυρεύω: ►Ψάχνει να βρει την καταγωγή του παππού του. 2. (μτβ.) κάνω σωματική έρευνα σε κάποιον: ►Τον έψαξαν και βρήκαν επάνω του πολλά χρήματα. 3. (αμτβ.) (μέσ.) προβληματίζομαι: ►Ακόμα ψάχνεται, γι’ αυτό που θέλει τελικά να κάνει. | |||
ψύχραιμος | ήρεμος | θερμόαιμος, πανικόβλητος, ευερέθιστος | το να παραμένει κανείς απαθής, ατάραχος και γαλήνιος μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις: ►Αν γίνει σεισμός, πρέπει να φανείτε ψύχραιμοι και να εφαρμόσετε τα μέτρα προστασίας που γνωρίζετε. | ||
ψυχρός | κρύος | θερμός | 1. που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος: ►Το κλίμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα ψυχρό. 2. (μτφ.) αυτός που δεν έχει ενθουσιασμό, απαθής, αδιάφορος: ►Εμφανίζεται πάντοτε ως ένας ψυχρός και απότομος χαρακτήρας. | ||
ω | |||||
ωμός | άψητος, κυνικός, αμαγείρευτος, σκληρός, απάνθρωπος, απροκάλυπτος | μαγειρεμένος, ευαίσθητος | 1. που δεν έχει ψηθεί, δεν έχει μαγειρευτεί: ►Προτιμάει να τρώει το κρέας σχεδόν ωμό παρά καλοψημένο. 2. (μτφ.) αυτός που είναι σκληρός, άγριος, απάνθρωπος: ►Μερικές φορές αντιμετωπίζει τους άλλους με ωμό και βίαιο τρόπο. | ||
ώριμος | γινωμένος | άγουρος, ανώριμος, άωρος, άμεστος | 1. (για καρπό) που έχει φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη και είναι έτοιμος για συγκομιδή και κατανάλωση: ►Τα σταφύλια ήταν ώριμα για τρύγο από πολύ νωρίς εφέτος. 2. (για ανθρώπους, μτφ.) αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του και έχει αποκτήσει την ικανότητα να κρίνει και να αποφασίζει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα: ►Τον εμπιστεύομαι, γιατί είναι πια ώριμος να αποφασίζει για όλα τα ζητήματα μόνος του. |