μπιντιρμέ
Glossaries
Term | Definition |
---|---|
μπιντιρμέ | τοποθέτηση πάνω στη γυροσανίδα δύο αντικρυστών πασταλιών με κοτσάνια προς τα έξω ώστε οι άκρες των καπνόφυλλων να επανωτίζουν μέχρι τη μέση του προηγούμενου
Εμφανίσεις - 80
|
Term | Definition |
---|---|
μπιντιρμέ | τοποθέτηση πάνω στη γυροσανίδα δύο αντικρυστών πασταλιών με κοτσάνια προς τα έξω ώστε οι άκρες των καπνόφυλλων να επανωτίζουν μέχρι τη μέση του προηγούμενου
Εμφανίσεις - 80
|