ντερέκι, το
Glossaries
| Term | Definition |
|---|---|
| ντερέκι, το | Ουσ. τοποθετημένα στο καπνόδεμα φύλλα το ένα πάνω στο άλλο κοτσάνι με κοτσάνι ουρά με ουρά σε όρθια στήλη πλάτους δύο πασταλιών
Εμφανίσεις - 5
|
| Term | Definition |
|---|---|
| ντερέκι, το | Ουσ. τοποθετημένα στο καπνόδεμα φύλλα το ένα πάνω στο άλλο κοτσάνι με κοτσάνι ουρά με ουρά σε όρθια στήλη πλάτους δύο πασταλιών
Εμφανίσεις - 5
|