• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το γλωσσάρι του καπνού

ντερέκι, το

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
ντερέκι, το

Ουσ.
[τουρκ. direk `κολόνα, κατάρτι΄ -ι με τροπή του άτ. [ir > er] ]

τοποθετημένα στο καπνόδεμα φύλλα το ένα πάνω στο άλλο κοτσάνι με κοτσάνι ουρά με ουρά σε όρθια στήλη πλάτους δύο πασταλιών

Εμφανίσεις - 5

Publish modules to the "offcanvs" position.