• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το γλωσσάρι του καπνού

κορφόκομμα το

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
κορφόκομμα το

η αφαίρεση της κορυφής στο καπνόφυτο κατά την πλήρη ανάπτυξή του προκειμένου να διευκολυνθεί και να γίνει πιο προσοδοφόρα η συγκομιδή (αλλ. κορυφολόγημα)

Ετυμολογία: < κορ(υ)φ(η) + -ο- + κό(ψι)μ(ο) + -α

Εμφανίσεις - 69

Publish modules to the "offcanvs" position.