κορφόκομμα το
Glossaries
Term | Definition |
---|---|
κορφόκομμα το | η αφαίρεση της κορυφής στο καπνόφυτο κατά την πλήρη ανάπτυξή του προκειμένου να διευκολυνθεί και να γίνει πιο προσοδοφόρα η συγκομιδή (αλλ. κορυφολόγημα) Ετυμολογία: < κορ(υ)φ(η) + -ο- + κό(ψι)μ(ο) + -α
Εμφανίσεις - 69
|