• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το γλωσσάρι του καπνού

λιάστρα η

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
λιάστρα η

ξύλινη (και μετέπειτα σιδερένια) κατασκευή στην οποία τοποθετούνταν τα σαρίκια/αρμάθες του καπνού για να ξεραθούν από το φως του ήλιου (αλλ. κρεβάτι αντίσκηνο)

Ετυμολογία: < λιασ (θ. αορ. του ρ. λιάζω) + -τρα

Εμφανίσεις - 74

Publish modules to the "offcanvs" position.