• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το γλωσσάρι του καπνού

σαντάλι/καγκάλι το

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
σαντάλι/καγκάλι το

αρμάθες δεμένες μαζί (συνήθως ανα 6) οι οποίες κρεμόνταν στις αποθήκες από το ταβάνι για να αερίζονται τα καπνά (αλλ. κιουντές)

Εμφανίσεις - 73

Publish modules to the "offcanvs" position.