σαντάλι/καγκάλι το
Glossaries
Term | Definition |
---|---|
σαντάλι/καγκάλι το | αρμάθες δεμένες μαζί (συνήθως ανα 6) οι οποίες κρεμόνταν στις αποθήκες από το ταβάνι για να αερίζονται τα καπνά (αλλ. κιουντές)
Εμφανίσεις - 73
|
Term | Definition |
---|---|
σαντάλι/καγκάλι το | αρμάθες δεμένες μαζί (συνήθως ανα 6) οι οποίες κρεμόνταν στις αποθήκες από το ταβάνι για να αερίζονται τα καπνά (αλλ. κιουντές)
Εμφανίσεις - 73
|