στοιβαδόρος
Glossaries
Term | Definition |
---|---|
στοιβαδόρος | εργάτης καπνομάγαζου ειδικός στη συσκευασία του καπνού σε στοίβες. Ετυμολογία: [στοίβ(α) -αδόρος]
Εμφανίσεις - 91
|
Term | Definition |
---|---|
στοιβαδόρος | εργάτης καπνομάγαζου ειδικός στη συσκευασία του καπνού σε στοίβες. Ετυμολογία: [στοίβ(α) -αδόρος]
Εμφανίσεις - 91
|