• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το γλωσσάρι του καπνού

τσούλι, το

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
τσούλι, το

Ουσ.

χοντρό ύφασμα από λινάρι το οποίο τοποθετείται στον πάτο της κάσας

Ετυμολογία: <τουρκ. çul -ι>

Εμφανίσεις - 2

Publish modules to the "offcanvs" position.