• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το γλωσσάρι του καπνού

τζάκι / (ο)τζάκι το

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
τζάκι / (ο)τζάκι το

λωρίδα γης μήκους έως 10 μέτρα και πλάτους έως 80 εκατοστά τα οποία χριζόταν μεταξύ τους με αυλάκια όπου τοποθετούνταν ο καπνόσπορος ισομερώς κατανεμημένος με στάχτη.

Ετυμολογία: < τουρκ. οcak + -ι άλλοτε με αποβολή του αρχικού άτονου φων.

 

Εμφανίσεις - 88

Publish modules to the "offcanvs" position.