βελόνα η
Glossaries
Term | Definition |
---|---|
βελόνα η | μεγάλο σίδερο σε μορφή βελόνας με τη βοήθεια του οποίου περνούσαν τα φύλλα του καπνού σε σαρίκια/αρμάθες Ετυμολογία: < αρχ. βελόνη
Εμφανίσεις - 102
|
Term | Definition |
---|---|
βελόνα η | μεγάλο σίδερο σε μορφή βελόνας με τη βοήθεια του οποίου περνούσαν τα φύλλα του καπνού σε σαρίκια/αρμάθες Ετυμολογία: < αρχ. βελόνη
Εμφανίσεις - 102
|