• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το Λεξικό του Λόγιου Επιπέδου της Νέας Ελληνικής

Το Λεξικό του Λόγιου Επιπέδου της Νέας Ελληνικής

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ:

ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΦΛΙΑΤΟΥΡΑΣ (Λέκτορας Ιστορικής Γλωσσολογίας Τ.Ε.Φ./Δ.Π.Θ.)

 

lelogeneΑγαπητοί χρήστες,

Ακολουθεί σύντομο ενημερωτικό μήνυμα για τον ορισμό και τη λειτουργία του λογίου επιπέδου της σύγχρονης Κοινής Νέας Ελληνικής, καθώς και για το περιεχόμενο και τη χρησιμότητα του υπό προετοιμασία Λεξικού του Λογίου Επιπέδου της Νέας Ελληνικής (εφεξής ΛΕΛΟΓΕΝΕ), όπως προκύπτει από την εργασία των Anastassiadis-Symeonidis, Fliatouras & Nikolaou 2018 (http://euralex.org/wp-content/themes/euralex/proceedings/Euralex%202018/118-4-2915-1-10-20180820.pdf).

There are 60 entries in this glossary.
Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
Καδμείος -α -ο [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0 ‰]

καδμεία νίκη

Εμφανίσεις - 129
Καθεαυτός -ή -όν [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0115 ‰]

αυτός καθαευτόν

Εμφανίσεις - 129
Καθέδρα [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0005 ‰]

από καθέδρας

Εμφανίσεις - 131
Καθιστώ [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0897 ‰]

τον καθιστώ ύποπτο/υπεύθυνο έχει καταστεί σαφές την κατέστησε έγκυο τον κατέστησε κληρονόμο του (κυρ. νομ.)

Εμφανίσεις - 135
Κάθοδος [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.007 ‰]

η κάθοδος των Δωριέων η κάθοδος των μυρίων η οδός (τάδε) είναι μόνο κάθοδος

Εμφανίσεις - 126
Καινός -ή -ό [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0024 ‰]

Kαινή Διαθήκη (εκκλ.) καινά δαιμόνια (φρ.)

Εμφανίσεις - 128
Κάλαθος [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0012 ‰]

πετώ κτ. στον κάλαθο των αχρήστων

Εμφανίσεις - 127
Κάλαμος [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.001 ‰]

κάλαμος γνωστών χρονογράφων

Εμφανίσεις - 133
Καλλιεπής -ής -ές [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0 ‰]

καλλιεπής ρήτορας

Εμφανίσεις - 143
Κάλλος [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0057 ‰]

απείρου κάλλους

Εμφανίσεις - 139
Καλυπτήριος -α -ο [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0002 ‰]

καλυπτήρια όργανα (βιολ.)

Εμφανίσεις - 131
Καλώ [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.2703 ‰]

καλώ κπ. υπό τα όπλα το καλεί η περίσταση/η κατάσταση (έκφρ.)

Εμφανίσεις - 137
Κάμηλος [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0002 ‰]

διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλον (φρ.)

Εμφανίσεις - 145
Καρδιά [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0766 ‰]

από καρδίας ελαφρά τη καρδία

Εμφανίσεις - 126
Κατά [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 2.2437 ‰]

παίρνω/αφήνω/βάζω κατά μέρος κπ. (φρ.) κατά τον άξονα/το ύψος κατά τη διάρκεια της ομιλίας κατά την εποχή εκείνη κατά το παρελθόν κατ’ αρχάς κατ’ αρχήν (έκφρ.) κατά φωνή (κι ο γάιδαρος/και το πουλί) (φρ.) κατ’ έτος κατά καιρούς/ διαστήματα/περιόδους κατά κεφαλήν (έκφρ.) κατά μάνα και πατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη κατά γιο και θυγατέρα (φρ.) κατά λάθος κατά τύχη(ν) κατ’ ανάγκη κατ’ εξακολούθησιν κατά συνθήκη(ν) κατά κύριο λόγο κατά τόπους (φρ.) κατά τα άλλα (έκφρ.) κατά βάθος ο κατά φύσιν θάνατος κατ' εμέ κατ' έθος κατ' ιδίαν κατ' όμμα κατ' όναρ κατά γην και κατά θάλατταν κατά γράμμα κατά δύναμιν κατά κράτος κατά λόγον κατά μείζονα λόγον κατά μόνας κατά πόδας κατά το δοκούν κατά το μάλλον ή ήττον έχω κατά νου καθ' οδόν κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν καθ' ότι καθ' υπερβολήν καθ' ύψος κατά βάση κατά βούληση κατά διαταγήν κατά κανόνα κατά κόρον κατά λέξη κατά μέσο όρο κατά μέτωπο κατά μήκος/ πλάτος κατ' αναλογία κατά παραγγελίαν κατά παράδοση κατά πάσα πιθανότητα κατά περίπτωση κατ' αποκλειστικότητα κατά προσέγγιση κατά προτίμηση κατά πρώτον/δεύτερον κατά σειρά κατά σύμπτωση κατά συνέπεια κατά συρροήν κατά το ήμισυ   κατ' άτομο κατά το νοούμενο κατά φαντασίαν ασθενής κατ' εντολή κατ' εξαίρεση κατ' εξοχήν(κατεξοχήν) κατ' επανάληψη κατ' επέκταση κατ' επιλογήν κατ' ευχήν κατ' οίκον

Εμφανίσεις - 125

Publish modules to the "offcanvs" position.