• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το Λεξικό του Λόγιου Επιπέδου της Νέας Ελληνικής

Εν [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.4928 ‰]

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
Εν [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.4928 ‰]

εν αναμονή εν ανάγκη εν ονόματι εν τη γενέσει εν ριπή οφθαλμού εν πομπή εν ολίγοις εν γνώσει/αγνοία κάποιου εν τω γίγνεσθαι εν λευκώ ο εν λόγω εν περιλήψει εν σώματι εν γένει εν μέρει εν τω άμα και το θάμα εν είδει εν διαστάσει εν ψυχρώ εν θερμώ εν βρασμώ ψυχής εν ενεργεία εν ενί λόγω εν αινίγματι εν καιρώ (ειρήνης/πολέμου) το προκειμένο εν τω λόγω εν επιγνώσει εν ευθέτω χρόνω εν πλω εν τη ρύμη του λόγου εν αντιθέσι εν απουσία εν δράσει εν δυνάμει εν ειρήνη εν έτει εν ζωή εν κατακλείδι εν κινήσει εν μέσω εν όψει εν πάση περιπτώσει εν πλώ εν προκειμένω εν συντομία εν τάχει εν τέλει εν τούτοις εν τω μεταξύ εν ψυχρώ εν ώρα η ζωή εν τάφω

Εμφανίσεις - 115

Publish modules to the "offcanvs" position.