• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το Λεξικό του Λόγιου Επιπέδου της Νέας Ελληνικής

Ευγενής -ής -ές [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0126 ‰]

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
Ευγενής -ής -ές [ΣΧ/ΕΘΕΓ: 0.0126 ‰]

ευγενούς καταγωγής ευγενή ποτά ευγενή υλικά (ορυκτ.) ευγενή μέταλλα/αέρια (χημ.) ευγενής άμιλλα/παραχώρηση της εξέφρασε τα ευγενή αισθήματά του

Εμφανίσεις - 88

Publish modules to the "offcanvs" position.