• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το Λεξικό του Λόγιου Επιπέδου της Νέας Ελληνικής

Άλως

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
Άλως
η άλως μεταμορφώσεως/επαφής (ορυκτ.) μεγάλη άλως (μετεωρ.) η άλως της θηλής του μαστού (ανατ.) γεροντική άλως (ιατρ.)
Εμφανίσεις - 63

Publish modules to the "offcanvs" position.