• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το Λεξικό του Λόγιου Επιπέδου της Νέας Ελληνικής

Οφθαλμός

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
Οφθαλμός
εν ριπή οφθαλμού (φρ.) χάρμα οφθαλμών ως κόρη(ν) οφθαλμού (φρ.) διά γυμνού οφθαλμού (φρ.) οφθαλμόν αντί οφθαλμού (και οδόντα αντί οδόντος) (έκφρ.) έστι δίκης οφθαλμός (φρ.)
Εμφανίσεις - 110

Publish modules to the "offcanvs" position.