• English (United Kingdom)

ΕΡΕΥΝΑ

Το Λεξικό του Λόγιου Επιπέδου της Νέας Ελληνικής

Χείρα

Search for glossary terms (regular expression allowed)

Glossaries

Term Definition
Χείρα

χείρα βοηθείας ρολόι χειρός νίπτω τας χείρας μου δι’ ανατάσεως της χειρός εκ χειρός από χειρός δια χειρός έργα των χειρών μου χει χείρα νίζει

Εμφανίσεις - 84

Publish modules to the "offcanvs" position.