Το γλωσσάρι του καπνού
Η επεξεργασία του καπνού καθώς και το λεξιλόγιο που την εκφράζει, το οποίο αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στο απτό και υλικό προϊόν, τον καπνό, και τον αφηρημένο τρόπο επεξεργασίας του, αποτελούν ψηφίδες της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, την οποία ο σύγχρονος κόσμος οφείλει να διατηρήσει να διαφυλάξει και να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές.
Το γλωσσάρι του καπνού έρχεται να διασώσει αυτό το μέρος της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, να καταγράψει το συναφές με τον καπνό και την επεξεργασία και διαχείρισή του λεξιλόγιο και έτσι να το διατηρήσει ζωντανό μέσω της καταγραφής και να το προσφέρει ελεύθερα ως μέσο τεκμηρίωσης σε κάθε ενδιαφερόμενο που επιθυμεί να το αξιοποιήσει.
Glossaries
Term | Definition |
---|---|
καπάκ-αλτί | η πρώτη κάτω και η τελευταία πάνω σειρά πασταλιών του καπνοδέματος που εφάπτονταν με το τσούλι
Εμφανίσεις - 84
|
καπνοφυτάριο το | νεαρό φυτό καπνού Ετυμολογία: <καπν+-ο+φυτ+αριο>
Εμφανίσεις - 70
|
κασέτα η | θήκη στην οποία τοποθετείται ο καπνός πριν μπει στο ξηραντήρι
Εμφανίσεις - 76
|
κασνάκ το | κυκλική ξύλινη κατασκευ η οποία περιβάλλει τις στρώσεις πασταλιών κατά την κατασκευή του γύρου
Εμφανίσεις - 76
|
κιουντές | βλ. σαντάλι
Εμφανίσεις - 96
|
κορυφολόγημα | βλ. κορφόκομμα
Εμφανίσεις - 78
|
κορφόκομμα το | η αφαίρεση της κορυφής στο καπνόφυτο κατά την πλήρη ανάπτυξή του προκειμένου να διευκολυνθεί και να γίνει πιο προσοδοφόρα η συγκομιδή (αλλ. κορυφολόγημα) Ετυμολογία: < κορ(υ)φ(η) + -ο- + κό(ψι)μ(ο) + -α
Εμφανίσεις - 68
|
κουβαλαμάς ο | τα φύλλα καπνού που αναπτύσσονται ανάμεσα στο ουτς-αλτί και ούτσι
Εμφανίσεις - 64
|
κούι το | λάκος στο υπόγειο του σπιτιού όπου τοποθετούνταν οι κιουντέδες να μαλακώσουν
Εμφανίσεις - 80
|
κρεβάτι το | (βλ. λιάστρα)
Εμφανίσεις - 81
|
λιάστρα η | ξύλινη (και μετέπειτα σιδερένια) κατασκευή στην οποία τοποθετούνταν τα σαρίκια/αρμάθες του καπνού για να ξεραθούν από το φως του ήλιου (αλλ. κρεβάτι αντίσκηνο) Ετυμολογία: < λιασ (θ. αορ. του ρ. λιάζω) + -τρα
Εμφανίσεις - 72
|
μαξούλι το | η καλή ποιότητα καπνού κατά τη διαδικασία του πασταλιάσματος Ετυμολογία: < αραβοτουρκ. mahsul
Εμφανίσεις - 75
|
Μαχαλά | ποικιλία καπνών με πολύ λεπτά φύλλα
Εμφανίσεις - 68
|
Μπασή – Μπαγλή | ποικιλία καπνών με ψηλά φυτά και φύλλα με μίσχους μετρίου μεγέθους
Εμφανίσεις - 69
|
μπασμάς ο | η πιο διαδεδομένη ποικιλία καπνού που καλλιεργούνταν στην Ελλάδα Ετυμολογία: < τουρκ. basma 'τύπωμα στάμπα' + -ς
Εμφανίσεις - 100
|