Το γλωσσάρι του καπνού
Η επεξεργασία του καπνού καθώς και το λεξιλόγιο που την εκφράζει, το οποίο αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στο απτό και υλικό προϊόν, τον καπνό, και τον αφηρημένο τρόπο επεξεργασίας του, αποτελούν ψηφίδες της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, την οποία ο σύγχρονος κόσμος οφείλει να διατηρήσει να διαφυλάξει και να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές.
Το γλωσσάρι του καπνού έρχεται να διασώσει αυτό το μέρος της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, να καταγράψει το συναφές με τον καπνό και την επεξεργασία και διαχείρισή του λεξιλόγιο και έτσι να το διατηρήσει ζωντανό μέσω της καταγραφής και να το προσφέρει ελεύθερα ως μέσο τεκμηρίωσης σε κάθε ενδιαφερόμενο που επιθυμεί να το αξιοποιήσει.
Glossaries
Term | Definition |
---|---|
πατόφυλλο το | (αλλ. ούτσια) Ετυμολογία: < πάτ(ος) + -ο- + φύλλο
Εμφανίσεις - 86
|
πελ το | το δεύτερο χέρι συλλογής φύλλων η δευτερομάνα συνήθως μεγάλου μεγέθους κίτρινου χρώματος
Εμφανίσεις - 80
|
ρεφούζι το | ποιότηα καπνού που συμπεριλαμβάνει τα καπνόφυλλα ευρωπαϊκού γράδου
Εμφανίσεις - 75
|
σανίδι | καπνοσπορείο
Εμφανίσεις - 92
|
σαντάλι/καγκάλι το | αρμάθες δεμένες μαζί (συνήθως ανα 6) οι οποίες κρεμόνταν στις αποθήκες από το ταβάνι για να αερίζονται τα καπνά (αλλ. κιουντές)
Εμφανίσεις - 71
|
σανταλιάζω | κρεμώ αρμαθιές ανά έξι από το ταβάνι <σαντάλι-άζω>
Εμφανίσεις - 80
|
σαντάλιασμα το | η διαδικασία δεσίματος ανά έξι και κρεμάσματος των αρμαθιών από τα ταβάνι <σαντάλιασ (σανταλιάζω)-μα>
Εμφανίσεις - 75
|
σαράπα η | η κακή ποιότητα καπνού κατά τη διαδικασία του πασταλιάσματος
Εμφανίσεις - 91
|
σαρίκι το | (βλ. αρμαθιά) Ετυμολογία: < τουρκ. sarik + -ι
Εμφανίσεις - 80
|
σπάσιμο το | η διαδικασία της συγκομιδής των φύλλων του καπνού. Ετυμολογία: <σπασ (σπάζω)-ιμο>
Εμφανίσεις - 76
|
στοιβαδόρος | εργάτης καπνομάγαζου ειδικός στη συσκευασία του καπνού σε στοίβες. Ετυμολογία: [στοίβ(α) -αδόρος]
Εμφανίσεις - 89
|
τάβι το | κατάλληλη υγρασία που πρέπει να έχει ο γύρος ή το παστάλι ώστε να αποφευχθεί το μούχλιασμα των φύλλων
Εμφανίσεις - 74
|
τεκερλέκι το | ξύλινη κατασκευή διαμέτρου 60 εκ. όπου ο ισιφτσής τοποθετούσε τα παστάλια (αλλ. Γύρος)
Εμφανίσεις - 117
|
τζάκι / (ο)τζάκι το | λωρίδα γης μήκους έως 10 μέτρα και πλάτους έως 80 εκατοστά τα οποία χριζόταν μεταξύ τους με αυλάκια όπου τοποθετούνταν ο καπνόσπορος ισομερώς κατανεμημένος με στάχτη. Ετυμολογία: < τουρκ. οcak + -ι άλλοτε με αποβολή του αρχικού άτονου φων.
Εμφανίσεις - 84
|
τιζεύω | περνώ καπνύφυλλα στην βελόνα από το κοτσάνι τους και εν συνεχεία σε σπάγκο
Εμφανίσεις - 73
|