Το γλωσσάρι του καπνού
Η επεξεργασία του καπνού καθώς και το λεξιλόγιο που την εκφράζει, το οποίο αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στο απτό και υλικό προϊόν, τον καπνό, και τον αφηρημένο τρόπο επεξεργασίας του, αποτελούν ψηφίδες της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, την οποία ο σύγχρονος κόσμος οφείλει να διατηρήσει να διαφυλάξει και να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές.
Το γλωσσάρι του καπνού έρχεται να διασώσει αυτό το μέρος της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, να καταγράψει το συναφές με τον καπνό και την επεξεργασία και διαχείρισή του λεξιλόγιο και έτσι να το διατηρήσει ζωντανό μέσω της καταγραφής και να το προσφέρει ελεύθερα ως μέσο τεκμηρίωσης σε κάθε ενδιαφερόμενο που επιθυμεί να το αξιοποιήσει.
Glossaries
Term | Definition |
---|---|
τιτινόξυλο το | Τα καπνόφυτα μετά την αφαίρεση των φύλλων από τον κορμό τους τα οποία χρησιμοποιούνταν ως καύσιμο το χειμώνα για προσάναμμα ή στα καζάνια για το ζέσταμα του νερού.
Εμφανίσεις - 81
|
τοπλαμάς ο | το στρώμα φύλλων καπνού κάτω από το ούτσι
Εμφανίσεις - 75
|
τουμπεκί το | ποικιλία καπνού για χρήση στον ναργιλέ Ετυμολογία: <τουρκ. Tömbeki<ιταλ. tabacco>
Εμφανίσεις - 68
|
τσικιντί | μεγάλο κομμάτι φύλλου καπνού
Εμφανίσεις - 86
|
τσιτσέκι το | η φούντα του καπνόφυτου το άνθος Ετυμολογία: <τουρκ. çiçek 'άνθος'ιι>
Εμφανίσεις - 97
|
τσούλι το | χοντρό ύφασμα από λινάρι το οποίο τοποθετείται στον πάτο της κάσας Ετυμολογία: <τουρκ. çul -ι>
Εμφανίσεις - 87
|
φυντάνι το | Ετυμολογία: < τουρκ. fidan + -ι
Εμφανίσεις - 71
|
φυτονάρ το | καπνοσπορείο
Εμφανίσεις - 82
|
χαρμάνι | μείγμα ποικιλιών καπνού
Εμφανίσεις - 82
|
χασλαμάς ο | ειδικά διαμορφωμένος χώρος φτιαγμένος από σανίδες και χώμα μέσα στον οποίο σπέρνονται οι σπόροι του καπνού (αλλ. Καπνοσπορείο χασλαμότοπος) Ετυμολογία: < τουρκ. haşlama 'βραστό ζεμάτισμα' + -ς
Εμφανίσεις - 76
|
χασλαμότοπος ο | (βλ. χασλαμάς) Ετυμολογία: < χασλαμ(άς) + -ο- + τόπος
Εμφανίσεις - 96
|